«Πάντα παίρναμε από την Ελλάδα, χωρίς ενοχές»
Η Αντρέα Μαρκολόνγκο είναι η ιταλίδα ελληνίστρια που πραγματοποίησε την εξαιρετική επιθυμία της να περάσει μόνη της μία νύχτα στο Μουσείο Ακρόπολης, στήνοντας ένα εκδρομικό σπαστό ράντζο, από αυτά που χρησιμοποιούν οι κατασκηνωτές στην εξοχή, ώστε να κοιμηθεί στην αίθουσα με τα γλυπτά του Φειδία. Μαζί της είχε φέρει το βιβλίο του Ουίλιαμ Σεντ – Κλερ «Ο λόρδος Ελγιν και τα Μάρμαρα του Παρθενώνα», έχοντας ήδη ανατρέξει στο πεζογράφημα του Γιώργου Σεφέρη «Εξι νύχτες στην Ακρόπολη», στα Απαντα του Λόρδου Βύρωνα ξεχωρίζοντας την «Κατάρα της Αθηνάς» και στους στίχους του Τζον Κιτς «Μπροστά στα Μάρμαρα του Παρθενώνα».
Επειτα από αυτή τη μαγιάτικη ολονυκτία του 2022 η Αντρέα Μαρκολόνγκο ξεκίνησε να γράφει. Σκοπός της να μοιραστεί το βίωμά της περιγράφοντας την ιστορία της απουσίας των Γλυπτών του Παρθενώνα από το μουσείο το οποίο έγινε για να τα υποδεχτεί. Και στο βιβλίο της «Μια νύχτα στο Μουσείο της Ακρόπολης» (μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη) θέλησε να υπογραμμίσει ότι «ο Παρθενώνας είναι σήμερα το παγκόσμιο σύμβολο της έλλειψης και του κενού». Η ένταση της έξαρσης που ένιωσε εκείνη τη νύχτα πέρασε στο κείμενό της μαζί με θλίψη και αγάπη. Προς την αρχαιότητα αλλά και προς τη σημερινή Ελλάδα.
«Η μετατόπιση της Σελήνης από την τροχιά της» είναι το πρώτο μέρος του τίτλου του βιβλίου σας. Ποιο είναι το νόημα αυτής της φράσης (που δεν διασώθηκε στην ελληνική έκδοση);
Πρόκειται για μια φράση που βρίσκω ποιητική και τραγική. Σύμφωνα με έναν αρχαιολόγο που βρισκόταν στην Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν η φράση που ξεστόμισαν οι Ελληνες καθώς έβλεπαν τα αρχαία τους Γλυπτά να μεταφέρονται στην Αγγλία. Για μένα, αυτή η φράση συμπυκνώνει απόλυτα την απόγνωση που πρέπει να ένιωθαν οι Ελληνες μπροστά σε μια τόσο πρωτοφανή και απίστευτη πράξη, μια πράξη ενάντια στην ίδια τη φύση της τέχνης – σαν κάποιος να είχε μετακινήσει το φεγγάρι από την τροχιά του μέσα στη νύχτα.
Προτού κοιμηθείτε, περιηγηθήκατε τον εκθεσιακό χώρο και κοιτάξατε τη γύρω από το μουσείο περιοχή μέσα από τα υαλοπετάσματα;
Γνωρίζω πολύ καλά το Μουσείο Ακρόπολης, το οποίο είχα την τύχη να επισκεφθώ δεκάδες φορές από το 2009 που άνοιξε. Για μένα είναι το πιο όμορφο μουσείο στον κόσμο και προσπαθώ να το επισκέπτομαι κάθε φορά που βρίσκομαι στην Αθήνα. Αλλά εκείνο το βράδυ του Μαΐου δεν επισκέφθηκα κάποια συγκεκριμένη αίθουσα. Για την ακρίβεια, δεν ήξερα καν πού θα περνούσα τη νύχτα. Δεν είχα κάνει καμία συνεννόηση με τη διεύθυνση του μουσείου σχετικά με το ακριβές σημείο όπου θα έστηνα το σπαστό εκδρομικό μου κρεβάτι. Δεν ρώτησα, ούτε ρώτησε ο διευθυντής. Πρέπει να φαινόταν απόλυτα φυσιολογικό – πολύ προφανές ακόμη και για να το αμφισβητήσει κανείς – ότι θα περνούσα τη νύχτα στον τρίτο όροφο, μπροστά από τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Απλώς πήρα την κυλιόμενη σκάλα μέχρι τα Γλυπτά του Φειδία, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Σαν να ήταν το σπίτι μου.
Εχετε ανακαλύψει κάποια νέα λεπτομέρεια από αυτό τον ιδιαίτερο χώρο;
Οι φίλοι μου, πριν φύγω, με ρωτούσαν πειραχτικά για να με αναστατώσουν «πώς θα νιώθεις όταν σε παρακολουθούν όλη τη νύχτα αυτά τα μαρμάρινα μάτια;». Καθώς περίμενα το ηλιοβασίλεμα να τραβήξει την αυλαία για το φως της Αθήνας, σάρωσα γρήγορα με το βλέμμα ό,τι απέμεινε από τη ζωοφόρο και τις μετόπες του Παρθενώνα. Κατόρθωσα να ρίξω μια ματιά σε μερικά θραύσματα κεφαλών, πολλά πόδια, μερικά χέρια και μερικά ρύγχη αλόγων. Ομως τα πρόσωπα αυτών των αιώνιων ανδρών και γυναικών, που φιλοτεχνήθηκαν από τη σχολή του Φειδία για να κοιτάζουν και να κοιτάζονται, δεν υπάρχουν πια. Τους έχει καταπιεί ο χρόνος – ή τους έχει αποκεφαλίσει η ανθρώπινη απληστία, η οποία παρέσυρε αυτά τα κεφάλια μακριά. Αρχισα να προβληματίζομαι για την παρουσία και την απουσία, για τα κενά που αφήνουν η Ιστορία και η ανθρώπινη φύση. Με την πάροδο του χρόνου, και με πίστη, λένε ότι το κενό της ψυχής μπορεί να γεμίσει. Αλλά πώς μπορεί κανείς να επιδιορθώσει το κενό ενός μουσείου; Είναι απλώς ένα λογιστικό ζήτημα αποκατάστασης – κάτι που οι υπομονετικοί Ελληνες περίμεναν για σχεδόν έναν αιώνα και για το οποίο έχτισαν το σύγχρονο μουσείο όπου έμεινα εκείνη τη νύχτα – ή, από τη στιγμή που δημιουργείται ένα κενό, γίνεται ανεπανόρθωτο; Αρκεί να γυρίσουμε πίσω το φιλμ των ημερών και των ψεμάτων, βάζοντας τα πάντα στη θέση τους – είτε πρόκειται για μια οδοντόβουρτσα στο ράφι του μπάνιου είτε για τα Γλυπτά του Φειδία στον Παρθενώνα –, για να μπουν όλα στην τάξη, για να γεμίσει επιτέλους το κενό;
Νιώσατε μοναξιά ή τη συντροφιά φίλων;
Και τα δύο, νομίζω. Εκείνη την αξέχαστη νύχτα, ένιωσα μόνη μπροστά στην Ιστορία, γνωρίζοντας ότι ζούσα μια εξαιρετική εμπειρία, και μόνη μπροστά στα δικά μου κενά. Ηταν μια απίστευτη ευκαιρία για μένα να αναλογιστώ τη σχέση μου με την αρχαία Ελλάδα, το πόσα οφείλω σε αυτή τη χώρα και τον ανεξάντλητο πολιτισμό της. Οφείλω τα πάντα στην Ελλάδα – κυριολεκτικά ολόκληρη τη ζωή μου, τις ιδέες μου, τους φίλους μου, τα βιβλία μου, την εκπαίδευση που μετέδωσα στην κόρη μου, τον τρόπο που ζω στον κόσμο. Και δεν είμαι μόνη μου σε αυτό: δεν είμαι ούτε η πρώτη ούτε η μόνη. Οπως και εγώ, όλη η Ευρώπη έχει κάνει το ίδιο από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πάντα παίρναμε, σκάβαμε και αποσπούσαμε από την Ελλάδα, χωρίς ενοχές. Και με τις ελληνικές ιδέες κατασκευάσαμε επί αιώνες την αντίληψή μας για την ευρωπαϊκή κουλτούρα και τον πολιτισμό.
Ποια ήταν η εκτίμηση αυτού του σπάνιου γεγονότος;
Καθώς μάζευα τα πράγματά μου το πρωί, αποχαιρέτησα σιωπηλά τα θρυμματισμένα Γλυπτά του Παρθενώνα. Από τότε δεν έχω επιστρέψει στο Μουσείο Ακρόπολης στην Αθήνα, αν και υποσχέθηκα να επιστρέψω για να παρουσιάσω την ελληνική έκδοση του βιβλίου μου – μια έκδοση που είναι η πιο σημαντική για μένα. Αυτό που μένει από εκείνη τη νύχτα είναι μια βαθιά αίσθηση ότι ανήκω στην ελληνική ιστορία, στην υλική, φυσική, απτή διάστασή της. Χάρη στη νύχτα που πέρασα δίπλα στα Γλυπτά του Παρθενώνα, για πρώτη φορά είχα την αίσθηση του κλασικού κόσμου σαν κάτι συγκεκριμένο και όχι άυλο. Η εποχή που ο Παρθενώνας στεκόταν άθικτος και περήφανος στην κορυφή της Αθήνας είναι μακρινή και για πάντα χαμένη, αλλά η Ακρόπολη παραμένει το σκηνικό με το οποίο οι σκέψεις μας παίρνουν μορφή. Το λάθος της ανθρωπότητας, από το οποίο πηγάζουν όλες οι διχόνοιες και οι συμφορές, είναι η προσπάθεια να βρούμε ένα ενοποιητικό στοιχείο μέσα μας και όχι πίσω μας στα περάσματα της Ιστορίας – και της Ελλάδας. Μου φέρνει στον νου αυτό που αναρωτιόταν ο Σεφέρης καθώς ατένιζε την Ακρόπολη: Πού είναι σήμερα οι ψυχές όλων αυτών των ανθρώπων, όλων εκείνων που έχτισαν αυτά τα μνημεία; Πού είναι; Οι ψυχές τους, κατέληξε, έχουν γίνει δικές μας.
Καταφέρατε πραγματικά να κοιμηθείτε;
Δεν κοιμήθηκα πολύ – στο τέλος, γύρω στις 3 το πρωί, αποκοιμήθηκα από την εξάντληση. Αλλά την αυγή το θέαμα ήταν απαράμιλλο. Πάντα πίστευα ότι το πιο αξέχαστο θέαμα που προσφέρει η Ακρόπολη στους πιστούς της εδώ και είκοσι τρεις αιώνες ήταν το ηλιοβασίλεμα. Εκανα λάθος. Το πραγματικό θαύμα είναι η «ροδοδάκτυλη αυγή», όπως λέει ο Ομηρος, που κάθε πρωί λούζει τον Παρθενώνα στο ανακλώμενο φως – το ημερήσιο φεγγάρι αυτής της θαυμάσιας πόλης.
Ποιος ήταν ο σκοπός της συγγραφής αυτού του βιβλίου;
Ο σκοπός αυτού του βιβλίου είναι διττός. Πρώτον, να συστήσει στο ξένο κοινό την εξαιρετική ιστορία των Γλυπτών του Παρθενώνα, μια ιστορία που λίγοι γνωρίζουν λεπτομερώς. Είναι μια ιστορία τόσο τραγική που μοιάζει να έχει γραφτεί από τον Αισχύλο, και πάνω απ’ όλα είναι μια ιστορία που περιμένει δικαιοσύνη. Οι συζητήσεις σχετικά με την επιστροφή των έργων τέχνης αυξάνονται, ιδίως στη Γαλλία, όπου ζω, και πιστεύω ότι η υπόθεση του Παρθενώνα θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πρότυπο όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη. Δεύτερον, ήθελα να προειδοποιήσω όσους σήμερα αδυνατούν να αναγνωρίσουν την αξία του πολιτισμού, της τέχνης και της αρχαίας φιλοσοφίας. Αν, πριν από διακόσια χρόνια, ένας άγγλος πρεσβευτής μπορούσε να κλέψει τόνους μαρμάρου ατιμώρητα, σήμερα είναι καθήκον μας να προστατεύσουμε την κλασική γνώση από την παραμέληση και την εγκατάλειψη. Αυτή η γνώση είναι πιο εύθραυστη και άυλη, αλλά ίσως ακόμη πιο πολύτιμη, επειδή θα μπορούσε να χαθεί για πάντα.
Τι μπορεί να προσφέρει η ιστορία της τέχνης στη σύγχρονη διπλωματία;
Η ιστορία της τέχνης ήταν πάντα μια ιστορία της διπλωματίας. Ακόμη και στην «Ιλιάδα» οι νικητές αναχωρούν με ένα έργο τέχνης από τους εχθρούς τους – το Παλλάδιο. Και η τέχνη υπήρχε πάντα όχι μόνο για να εκτίθεται στα μουσεία αλλά και για να την κλέβουν. Η σύγχρονη διπλωματία αντιμετωπίζει όλα τα ζητήματα που σημάδεψαν τους τελευταίους αιώνες, διότι η ιστορία της τέχνης δεν είναι παρά η ιστορία της ανθρωπότητας: αποικιοκρατία, κυριαρχία, βία, πόλεμοι. Με αυτή την έννοια, η διπλωματία της τέχνης σήμερα θα μπορούσε να είναι ο πιο ελπιδοφόρος δρόμος προς την αποκατάσταση ενός παρελθόντος που δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί ή να γίνει αποδεκτό.
Υπάρχει κάτι ακόμη για να μας διδάξει η ελληνική αρχαιότητα;
Ως κλασική φιλόλογος θα απαντούσα: η ιστορία της Ελλάδας. Για δεκαετίες μελετούσα μόνο την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, αλλά τα ταξίδια μου στην Αθήνα με ώθησαν να εμβαθύνω στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, η οποία είναι ακόμη πιο συναρπαστική. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν μπορεί κανείς τόσο εύκολα, τόσο γαλήνια, να εγκαταλείψει την πραγματικότητα για τα όνειρα. Στην Ελλάδα, το θαυμαστό αναδύεται πάντα σαν ένα θαύμα που γεννιέται από την ανάγκη του μύθου. Η συμφιλίωση του πνεύματος της αρχαίας Ελλάδας με τη σύγχρονη ιστορία της είναι το καλύτερο κλειδί για την κατανόηση αυτής της απεριόριστης χώρας (infinite country) και των πραγματικών, νόμιμων κληρονόμων της: των Ελλήνων.