Καμία πρόβλεψη δεν είναι ασφαλής
Επί τρία τέταρτα συζητούσαν οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας Γεραπετρίτης και Φιντάν, στο περιθώριο του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων του ΝΑΤΟ, στα μέσα της εβδομάδας στις Βρυξέλλες. Σε μία συνάντηση που αναφέρεται ότι εξελίχθηκε «σε καλό κλίμα», όπως όλες άλλωστε τον τελευταίο ενάμιση περίπου χρόνο μεταξύ των δύο πλευρών, είτε σε επίπεδο αρχηγών, είτε σε επίπεδο υπουργών. Και, το σημαντικότερο, ό,τι κι αν συμβαίνει εν τω μεταξύ επί του πραγματικού πεδίου που δεν είναι άλλο από το Αιγαίο στο οποίο, όλο αυτό το διάστημα, η Τουρκία όχι απλώς δεν έχει κάνει ούτε χιλιοστό πίσω από τις διεκδικήσεις της εις βάρος της ελληνικής κυριαρχίας, αλλά, αντίθετα, τις έχει εκφράσει και έμπρακτα διά των όπλων όποτε το έκρινε αναγκαίο όπως πολύ πρόσφατα πάλι συνέβη. Ομως, το «καλό κλίμα» παραμένει τέτοιο χωρίς σε τίποτα να μπορεί να το υποστηρίξει η πραγματικότητα.
Οι σχετικές πληροφορίες ήταν ξανά πρακτικά μηδαμινές. Η πορεία του διαλόγου συνεχίζει ουσιαστικά εντελώς στεγανή όπως όλο αυτό το διάστημα, κάτι που δεν έχει κανένα λόγο να ενοχλεί την αναθεωρητική Τουρκία, πλην όμως, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, παραμένει πολύ κακός μα και εξίσου ανεξήγητος οιωνός για την Ελλάδα. Αυτό, ακόμα περισσότερο καθώς πιθανότατα βρισκόμαστε πλέον μπροστά σε μία καθολικά νέα τροπή των διεθνών εξελίξεων που αφορούν και τα ελληνοτουρκικά μετά την επερχόμενη αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο, αλλά και την παράλληλη ολοένα και πιο ακραία έμπρακτη ισλαμιστική πολιτική που ασκεί η Τουρκία, η οποία με την εμπλοκή της στην υπόθεση της εισβολής των τζιχαντιστών στη Συρία περνά τώρα σε άλλο επίπεδο. Τέτοιο, ώστε να ενοχλεί πλέον δημοσίως ακόμα και τον κύριο προστάτη του Ασαντ, τον κατά τα λοιπά σύμμαχο του Ερντογάν, τον ρώσο πρόεδρο Πούτιν, ο οποίος και παρενέβη υπέρ του σύρου προέδρου στον τούρκο ομόλογό του, πιστοποιώντας διπλά το παιχνίδι της Αγκυρας, το οποίο η μόνη που (κάνει ότι) δεν βλέπει είναι η Δύση. Ετσι, το ερώτημα είναι πλέον ένα: αν αυτό θα αλλάξει μετά τον Ιανουάριο του επόμενου έτους, με την ανάληψη της εξουσίας στις ΗΠΑ από μία κυβέρνηση η οποία έχει πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από την απερχόμενη.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα αποδεχθεί παθητικά, όπως μέχρι σήμερα συμβαίνει, μία Τουρκία η οποία όχι απλώς επιτίθεται διαρκώς στη Δύση, αλλά και στηρίζει πλέον ουσιωδώς τον ακραίο τρομοκρατικό ισλαμισμό σε πολλές μορφές – και αυτό αφού πρώτα έχει προκαλέσει μείζονα προβλήματα για πολύ καιρό στο ΝΑΤΟ με τη στάση της πρακτικά ως πέμπτη φάλαγγα της Μόσχας. Η πρωτοφανής διαρκής και άνευ ορίων πολεμική του Ερντογάν εναντίον του Ισραήλ, η θερμότατη στάση του υπέρ της Χαμάς, της Χεσμπολάχ και του Ιράν και, τώρα πλέον, υπέρ των τζιχαντιστών της Συρίας, δεν είναι κάτι που λογικά θα μπορέσει να γίνει αποδεκτό όπως συνέβη με τους Δημοκρατικούς και την πρόσδεσή τους στο παλαιό δόγμα «την Τουρκία και τα μάτια μας», το οποίο εξέφραζε τόσο ο Μπλίνκεν όσο και το επιτελείο του δίπλα στον Λευκό Οίκο.
Η πάγια στάση τόσο του ιδίου του Τραμπ όσο και του συνόλου των προσώπων που θα έχουν ρόλο επί των θεμάτων αυτών στην κυβέρνησή του, οδηγεί στην απολύτως αντίθετη κατεύθυνση: ότι, λογικά, ο Ερντογάν δεν θα μπορεί να λειτουργεί πλέον ούτε ως παράγοντας της Μόσχας, ούτε ως… τζιχαντιστής στο ΝΑΤΟ. Ομως η διεθνής πολιτική είναι πάντοτε μακράν πολυπλοκότερη αυτού που δείχνει. Και πολύ συχνά εξελίσσεται πολύ απροσδόκητα – οπότε χρειάζεται να περιμένει κανείς: καμία πρόβλεψη δεν είναι ασφαλής, όσο κι αν η βάση της μοιάζει στέρεη. Και αυτό ισχύει επίσης και το τι ακριβώς θα σημαίνει τελικά μια τέτοια στροφή, ακόμα και αν αυτή επέλθει, ειδικά για την Ελλάδα.