Φορολογικά
Από το υπουργείο Οικονομικών μάς λένε ότι μόλις 255 ελεύθεροι επαγγελματίες αμφισβήτησαν το τεκμαρτό εισόδημα των 10.000 ευρώ και δέχθηκαν να υποβληθούν σε έλεγχο. Ωραία. Τι σημαίνει αυτό; Η πρώτη ανάγνωση, αυτή δηλαδή που προτάσσει το υπουργείο, είναι ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες έχουν κάτι να κρύψουν και αποφεύγουν να προκαλέσουν την Εφορία σε έλεγχο. Ενδεχομένως αυτό να ισχύει σε αρκετές περιπτώσεις. Ομως από την άλλη, ο ελεύθερος επαγγελματίας που θα πετάξει το γάντι στον ελεγκτικό μηχανισμό, θα υποστεί μία διαδικασία πρωτόγνωρου φορολογικού εξευτελισμού. Οφείλει να εμφανίσει στοιχεία όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για τα μέλη της οικογένειάς του. Κοινώς θα πρέπει να δηλώσει μέχρι και τα ταξίδια που έκαναν τα μέλη της οικογένειάς του, να ελεγχθεί ο τρόπος διαβίωσής τους και πάει λέγοντας.
Το μόνο που δεν ζητείται είναι να μπει ο εφοριακός στην ντουλάπα της συζύγου και να ελέγξει τις ετικέτες από τα ρούχα που κρέμονται εκεί. Και, εκτός των άλλων, δεν υπάρχει περίπτωση να μην αναδειχθεί κάτι επιλήψιμο από τόσο εξονυχιστικό έλεγχο. Συνεπώς είναι προτιμότερο να δώσεις ένα χιλιάρικο, ακόμα και αν στην πραγματικότητα δεν το οφείλεις, από το να υποστείς όλη αυτή τη διαδικασία που θα τραβήξει εις βάθος για χρόνια και θα ξεψαχνίσει το παρελθόν της οικογένειας. Το λες και εκβιαστικό. Και αν το αποδεχθείς, γίνεται σαδιστικό. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να κάνει βήματα προς τα πίσω. Διότι το δημοσιονομικό κόστος είναι πάντα αμελητέο μπροστά στο πολιτικό.
Ο Χάρης Θεοχάρης πήγε στο σπίτι του όχι επειδή δεν έκανε καλά τη δουλειά του, αλλά επειδή συγκρούστηκε με τη «μαρίδα» της φοροδιαφυγής που κουβαλάει εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους. Το πώς και κατά πόσο θα κάνει πίσω η κυβέρνηση θα το δούμε στο εγγύς μέλλον. Και έτσι διαμορφώνεται η εξής συνθήκη: αν η κυβέρνηση υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό, δίνει αέρα στους φοροφυγάδες. Και θα πλήξει εκ νέου τους μισθωτούς. Αν δεν υποχωρήσει, θα συντηρήσει μία αδικία απροσδιορίστου μεγέθους καθώς δεν ξέρουμε πόσοι θα πληρώνουν περισσότερα από αυτά που τους αναλογούν. Και στις δύο περιπτώσεις, η έννοια της δικαιοσύνης πλήττεται από την ανεπάρκεια του κράτους.