«Βιολογία και θέατρο»
Παραπέμπω σήμερα σε ένα κείμενό μου από το 1980, που δημοσιεύτηκε με τον τίτλο του σημερινού άρθρου, επειδή αποδείχθηκε πως τα προβλήματα των ανθρώπων είναι τα ίδια μέσα στους αιώνες: Το γεγονός είναι ένα: όλες οι μέθοδοι προσέγγισης και της ΦΥΣΙΚΗΣ και της ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ πραγματικότητας είναι δυνατόν να χωρέσουν σε δύο σαφώς διακρινόμενες μεταξύ τους ομάδες. Υπάρχουν δηλαδή οι μέθοδοι που ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ και ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΟΥΝ και οι μέθοδοι που ΑΞΙΟΛΟΓΟΥΝ και ΕΡΜΗΝΕΥΟΥΝ. Οι πρώτες ανάγουν την αρχή τους στον Γαλιλαίο, ο οποίος, ξεκινώντας με την πρόθεση να πολεμήσει την «Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» του Τορκουάτο Τάσσο θεμελίωσε την αισθητική αντίληψη που θεωρούσε το έργο τέχνης ως αυτόνομη, αυτοτελή αξία, ανεξάρτητη από τη φιλοσοφική, την πολιτική και τη θρησκευτική πράξη. Το ποιητικό γεγονός για τον Γαλιλαίο δίνει λογαριασμό μόνο στον εαυτό του ως τέτοιο και δεν οφείλει να καταφεύγει στο κύρος άλλης «γνώσης» εξωποιητικής. Η ερμηνευόμενη αισθητική πραγματικότητα είναι η μέθοδος που θεμελιώθηκε από τον Χέγκελ, η οποία θεωρεί το αισθητικά ωραίο γέννημα της ιδέας και του ιδανικού, άμεσα συναρτημένο με την καθολική πορεία του πνεύματος.
Έλαβα μια επιστολή κάποτε από έναν επιστήμονα γιατρό, με σαφή θέση και βαθιά γνώση του αντικειμένου του, με μια τέτοια ενημέρωση για τα προβλήματα που με απασχολούν σε αυτό εδώ το κείμενο που εκπλήσσει. Αναπτύσσοντας μια διαπιστωτική θεωρία για την αισθητική εμπειρία που βασίζεται στη βιολογία προσπαθεί να με αποτρέψει από τις επικίνδυνες (για τον άνθρωπο και την ελευθερία του) ατραπούς, στις οποίες οδηγούν η κυβερνητική και η ενδεχόμενη ρομποτοποίηση. Επειδή πίστευα πως ο σεβαστός επιστολογράφος μου πέφτει σε μια αντίφαση, θα παραθέσω ένα τμήμα από τις απόψεις του και θα αποπειραθώ να τις ανασκευάσω: «Στο θεάτρο, τη συναυλία, την έκθεση ζωγραφικής και γλυπτικής, όπως και στην εξοχή, ο εγκέφαλός μας καταγράφει τα όσα οι αισθήσεις μας του διαβιβάζουν. Πλημμυρίζουμε από τις δονήσεις των εντυπώσεων που μας μεταδίδουν τα αισθητήρια όργανά μας. Ο φλοιός τις δέχεται παθητικά. Τις επεξεργάζεται με τον εκ καταβολής γενετικό κώδικά του, όπως και με τις εμπειρίες που έχει αποκτήσει και τις καταστάσεις σε: ευχάριστες, δυσάρεστες ή αδιάφορες. Σε μια δεύτερη επεξεργασία, ο υποθάλαμος ή νευρικός πρωτόγονος φυτικός εγκέφαλος, αφού τις ξεδιαλέξει, τις μεταβιβάζει στην υπόφυση και με τις ορμονικές και νευροφυτικές του συμπαθητικού πνευμονογαστρικού συστήματος νευρικές και χημικές διασυνθέσεις μας δονεί με ένταση ανάλογη με τη διέγερση και τη δεκτικότητα του όλου εξαρτημένου νευροφυτικού και φλοισπλαχνικού συστήματος. Αυτή όλη η διαδικασία γίνεται με τις οργανικές και λειτουργικές διασυνδέσεις του μοναδικού και εξελιγμένου μέσα στα εκατομμύρια χρόνια κεντρικού νευρικού συστήματος, με τις πρωτοφανείς στο ανθρώπινο είδος νοητικές ιδιότητες. Θαυμάζω τον προηγμένο τεχνικό πολιτισμό με τα πρωτοφανή επιτεύγματα».
Χαίρω που ο επιστολογράφος μου έθεσε το θέμα της βιολογίας. Χωρίς να το θέλει, περιέγραψε τον άνθρωπο σαν ένα κυβερνητικό ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ και αντίστροφα, χωρίς να το θέλει, νομιμοποίησε την κυβερνητική ως σύστημα που αντιγράφει τις διαδικασίες του κεντρικού νευρικού συστήματος. Ετσι είναι πράγματι. Ο γενετικός κώδικας, που η δομή του και η λειτουργία του είναι ο θρίαμβος της σύγχρονης επιστήμης δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κυβερνητικό μοντέλο, δηλαδή μια ΠΡΟΣΕΧΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ. Οπως η μακέτα του αρχιτέκτονα είναι η μέλλουσα πληροφορία – πολυκατοικία και ένα θεατρικό κείμενο η προσεχής του παράσταση.
Σε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο του W. Wieser, με τον τίτλο ακριβώς «Βιολογία και Κυβερνητική», διαβάζουμε: «Οι βιολόγοι και οι τεχνικοί ανακαλύπτουν ξαφνικά ότι κινούνται μέσα στον ίδιο χώρο εννοιών…. Και για του δύο ήταν πιο σπουδαίο το θέμα των ειδικών οργανωτικών και συνδυαστικών νόμων από εκείνο των ειδικών δυνάμεων ή ουσιών… Τις δομές που αναζήτησε ο βιολόγος στα οργανικά συστήματα, ο τεχνικός θέλησε να τις εφεύρει για να μπορέσει έτσι να κατασκευάσει τις πιο κατάλληλες μηχανές για ορισμένους σκοπούς. Εκείνο που ο ένας θέλησε να αναπαραγάγει με τη βοήθεια αναλυτικών μεθόδων, ο άλλος θέλησε να δημιουργήσει με τη βοήθεια συνθετικών μεθόδων».