World News

Μιλφέιγ υψηλής τέχνης

Ta Nea 

Η διαστρωμένη πόλη, στρώμα στρώμα το ένα τακτικά βαλμένο πάνω στο άλλο. Μια Αθήνα με ψιλές ή χοντρές στρώσεις από φερτές ύλες, βροχές αιώνων, καταστροφικές επεμβάσεις ανθρώπινων χεριών, θεομηνιών. Η καθεμία να αποθέτει και κάτι καινούργιο, διαλυμένο ή ολόκληρο συμπαγές, ανακατεμένο με τόσα άλλα τυχαία αντικείμενα που παρασύρθηκαν από τα ορμητικά νερά της Ιστορίας και αιχμαλωτίστηκαν στις λάσπες. Η πόλη μου.

Μια αυθεντική μιλφέιγ υψηλής τέχνης που γεύεσαι απολαυστικά καθώς την πλησιάζεις, τη φέρνεις κοντά σου, τη μυρίζεις ανιχνευτικά, τη νιώθεις να σε αγγίζει, εκείνο το χάδι των λειασμένων από τον χρόνο επιφανειών, που γυαλίζουν στο φως του ήλιου, ή των άλλων, των τόσο αδρών, που αντέχουν στην αγριάδα τους. Και μετά, η ανεπανάληπτη γεύση στον ουρανίσκο σου, με ανακατεμένες μυρωδιές του Σαρωνικού όταν φυσάει νοτιάς και καταβρέχει τις προβλήτες, κάνοντας τα πλεούμενα να σκαμπανεβάζουν, με πνοές ανάμεσα στα πεύκα στις πλαγιές του Υμηττού, κάτω από τις κεραίες αναμετάδοσης, με τις εξατμίσεις των τροχοφόρων που τρέχουν στα μεγάλα κανάλια κίνησης που δεν κοιμούνται ποτέ.

Εδώ έζησα και μεγάλωσα. Εδώ ηχούσαν τα πέταλα των παιδικών μου παπουτσιών στο πεζοδρόμιο. Εδώ, σε αυτό το σημείο, έσκισα τα γόνατά μου πέφτοντας σε παιχνίδια του δρόμου. Εδώ πήγαινα για καθημερινά μικροψώνια σε θελήματα της μάνας μου ή για το δημοτικό σχολείο ένα στενό πιο παρακάτω. Εδώ ερωτεύτηκα κοκκινίζοντας όσο την έβλεπα να έρχεται από μακριά με την μπλε ποδιά της, την πρώτη μου απόλυτη αγάπη.

Εκείνος ο αέναος βόμβος της πόλης, ένας παλμός που κυριαρχεί παντού όπου σταθείς κι υψώνεται στον αέρα. Στις υπαίθριες αγορές πλάι στον ηλεκτρικό που σέρνεται στριγκλίζοντας, με φωνές και μουσικές ανάκατα με σουβλάκια και μπίρες, παραγγελίες και τσίκνα, στα στενά της Πανδρόσου με τα κιλίμια να κρέμονται στους εξωτερικούς τοίχους, τα ειδών ειδών ρούχα φερμένα από τις άκρες του κόσμου, τα φθηνά στολίδια που λάμπουν σε βιτρίνες σαν κοσμήματα.

Ακόμα και σε εκείνα τα χαμένα μέρη, τις εσχατιές του Ελαιώνα, γεμάτα σκουπίδια και μύγες, με τα στάσιμα βρωμόνερα στους χωματόδρομους και τα πεταμένα λάστιχα αυτοκινήτων μέσα στις καλαμιές. Αυτά απλωμένα στις γούβες της πόλης, εκεί που φουσκώνουν τα άλλοτε ποτάμια, τώρα εγκιβωτισμένα σε μπετονένια τοιχία, πριν καταλήξουν στη θάλασσα.

Πήγαινα με τα πόδια μόνος μου στην πελώρια αίθουσα του κεντρικού ταχυδρομείου, στην άκρη του τότε κόσμου μου, για να στείλω ένα οικογενειακό γράμμα. Εμαθα μετά να παίρνω το λεωφορείο, που ανοιγόταν σε τολμηρές αραιοχτισμένες εξοχές. Για ένα ημερήσιο μπάνιο στον Αλιμο. Οικογενειακές εκδρομές σε συγγενικά σπίτια στο Μαρούσι ή στο Φάληρο, με έτοιμα μαγειρεμένα τα φαγιά που θα τρώγαμε.

Από τον Αϊ-Γιώργη, στην κορυφή του Λυκαβηττού, να έχεις μπροστά σου όλη την Αττική στο πιάτο! Εκείνη η απληστία του βλέμματος, που δεν ξέρεις προς τα πού να κοιτάξεις. Η μεγαλοπρέπεια μιας πόλης χωρίς τέλος, όπου τα σπίτια εκεί κάτω, στο βάθος, ενώνονται με τις άκρες του ουρανού και λάμπουν από μακριά σε όλη της την έκταση οι ηλιακοί θερμοσίφωνες και οι άπειρες κεραίες τηλεόρασης στις ταράτσες, έτσι που χτυπάει πάνω τους ο πλαγιασμένος ήλιος. Λάμψεις πριν φύγει το φως και χαθούν τα μακρινά περιγράμματα, για να απλωθούν οι φωταψίες, αφήνοντας γραμμές σε ανοιχτά χάσματα δρόμων, τονισμένες με επιγραφές διαφήμισης για τα μεγάλα ξενοδοχεία, τα γραφεία ασφαλειών, τα ιδρύματα, τους διάσπαρτους πύργους. Κι ανάμεσα μαύρες, σκοτεινές τρύπες τα πάρκα κι οι πράσινες πλατείες, τώρα έρημα να κοιμούνται.

Ιδια κρυστάλλινα παρατηρητήρια του ουρανού τα γυαλιστερά, σκαρφαλωμένα σε πλαγιές λόφων πρισματικά σπίτια με την απεριόριστη βαθιά θέα, την ημέρα ως τα γαλάζια βουνά της Πελοποννήσου και τη νύχτα ως τη φωτισμένη Ακρόπολη να προβάλλεται πάνω στα αστέρια. Προφυλαγμένα από τις εσοχές πολυκατοικιών, διαμερίσματα σαν φέτες θεσπέσιας ποιότητας από καραμελωμένη ζάχαρη, ανάμεσα στις στρώσεις της μιλφέιγ. Ξεκομμένοι από τη ζωή εκεί κάτω, αυτοί οι μικροί παράδεισοι να καθρεφτίζονται στις πισίνες τους, λάμποντας.

Μαζί αλλάζαμε η πόλη μου κι εγώ μέσα στα χρόνια. Παιδί έπαιζα με τις ώρες σκαλίζοντας τα χώματα στους λόφους. Ζώντας απίστευτες περιπέτειες μέσα από βιβλία, ανοιχτά στην ποδιά του παραθύρου, στήνοντας με τη φαντασία ιστορίες ανάμεσα σε άγνωστους περαστικούς, παίζοντας με τραγούδια από το ραδιόφωνο. Μεγαλώνοντας πια, βόλτες με παρέες στα ίδια στέκια, για τυρόπιτες στου Τσίτα, για σινεμά στον Ορφέα ή στο Αττικόν, στην Πλάκα για τα Μπακαλιαράκι». Τα απογεύματα Σαββάτου περίπατοι στον Μπάτη ή τα βράδια, με λίγο βερμούτ, χορευτικά πάρτι των αθώων εκείνων αγγιγμάτων με τα μπλουζ στο μισόφωτο.

Γνώριμη και συνεχώς άγνωστη, αέναα ν’ αλλάζει, να καταστρέφεται και να ξαναχτίζεται, λαμπερή και απωθητική. Η πόλη μου. Κι εγώ, ένας τουρίστας γεμάτος περιέργεια, να ταξιδεύω με ένα διώροφο κόκκινο λεωφορείο στην Πανεπιστημίου, ακούγοντας τη γλυκερή φωνή του οδηγού να περιγράφει όσα προσπερνούσαμε. Να στριμώχνομαι στην οδό Αδριανού δίπλα στις ράγες του τρένου ψάχνοντας για ελεύθερο τραπέζι. Να στέκομαι στην ουρά για το Μουσείο Ακρόπολης. Να παραγγέλνω μουσακά σε κάτι τρύπες κοντά στο Σύνταγμα. Να χαζεύω γκραφίτι στα Εξάρχεια, κρατώντας ισορροπία πάνω σε άθλια πεζοδρόμια. Ξένος στον τόπο μου, να γεύομαι μια απέραντη, ανεξάντλητα φρέσκια μιλφέιγ.

Ο Δημήτρης Φιλιππίδης δίδαξε Πολεοδομία, κυρίως Αστικό Σχεδιασμό, στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ (1975-2005), όπου σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής

Читайте на 123ru.net