Σεντόνι στην οθόνη
Κι όμως την είχα ξεχάσει αυτή τη μνήμη, ποιος ξέρει πού και γιατί την είχα καταχωνιάσει. Κι όμως είχα σφόδρα εντυπωσιασθεί, μειράκιον στη Σαλαμίνα, όταν το πρωτοείδα. Ηταν μάλλον στο σπίτι της Καίτης του Καντάρη. Ή μάλλον όχι, στης Καίτης είχα πρωτοδεί τα μαύρα κρέπια στην ορθάνοιχτη πόρτα. Ναι, στο χωριό μου μόνο τότε οι πόρτες μέναν ανοιχτές όλη τη νύχτα και μέσα στο τραπέζι της σάλας το φέρετρο με τον νεκρό.
Κάπου αλλού το είχα δει. Ναι. Ή στης Φίφης της Γιώργαινας ή στης Βλαμπίας της Παναγιώταινας. Σε μια απ’ τις δυο. Τι σημασία έχει πια.
Είχε λοιπόν πεθάνει κάποιος και πήγαμε την άλλη με τη μητέρα μου για τη νύχτα της παρηγοριάς. Το σπίτι που πενθούσε δεν μαγείρευε, όλοι φέρναν ό,τι είχε ο καθένας, κρέας βέβαια επ’ ουδενί.
Εμείς πήγαμε σε μια μεγάλη πιατέλα χταπόδι με μακαρονάκι κοφτό. Ηταν μαζεμένη σχεδόν όλη η γειτονιά εκεί, όσο μπορούσα να δω γιατί μετά από μια ώρα η ηλεκτρική έκλεινε και ανάβαμε τις λάμπες πετρελαίου, κάτι πορσελάνινες με ταγιαρισμένα γυαλιά που βγάζαν ένα φως σαν μέλι αραιωμένο σε ζεστό νερό.
Κι ενώ περίμενα κλάματα και οδυρμούς, όλο αστείες ιστορίες λέγανε για τον εκλιπόντα, χωρίς να ξεκαρδίζονται βέβαια αλλά τα γελάκια δίνανε και παίρνανε, αν και πού και πού πνιχτά.
Παρ’ όλα αυτά όση εντύπωση κι αν μου έκανε η έλλειψη δακρύων, εκείνο που μου αγρίεψε την περιέργεια ήταν η πλήρης εξαφάνιση των καθρεφτών. Οχι ότι δεν υπήρχαν. Υπήρχαν αλλά ήταν σκεπασμένοι όλοι με άσπρα σεντόνια και την απάνω άκρη τους διέσχιζε διαγωνίως μια φάσα μαύρη, σαν το πένθος στο μανίκι του μεγάλου ξαδερφού μου. Ρώτησα σιγά τη μητέρα μου «όλοι οι καθρέφτες στο σπίτι έτσι είναι κουκουλωμένοι;». Ολοι μου λέει. «Και στο μέρος; Μάλιστα και στο μέρος. «Κι ο θείος ο Κλεισθένης πού θα βλέπει να ξυρίζεται;» Δεν θα ξυρίζεται, θα αφήσει γένια 40 μέρες. Τόσο κρατάει το πένθος.
Δεν ξέρω γιατί αλλά άρχισε να με πιάνει ένας φόβος, μια αγωνία σαν να περίμενα κάτι να πεταχτεί μέσα απ’ τα σεντόνια κάτι παλιό, χρόνια κρυμμένο, που θα έβγαινε με φόρα, ένταση και δύναμη σαρώνοντας με την ορμή του όλο το σπίτι. Κι ενώ απέφευγα να βλέπω προς τα κει, το βλέμμα μου όλο εκεί ξαναγυρνούσε.
Δεν νομίζω ότι ξανάδα κάτι τέτοιο από τότε. Μέχρι προχθές που πέρασα απ’ το σπίτι του Παύλου – φίλος παλιός κι αγαπημένος – να τον πάρω να πάμε σινεμά που όπως πάντα δεν πήγαμε. Κάθομαι στον καναπέ και… να μπροστά μου η τηλεόραση φάντασμα των παλιών καιρών, διότι είχε τυλίξει την οθόνη της με ένα άσπρο σεντόνι και στην απάνω άκρη της, λοξά, το μαύρο πένθος. Τι είναι αυτό λέω; «Δεν είναι μόνο αυτό, και στην τηλεόραση που έχω στην κρεβατοκάμαρα και στο γραφείο όλες έτσι τις έχω. Βαρυπενθούσες». Δεν κατάλαβα, τι πενθείς;
«Πενθώ όλους αυτούς κι όλες αυτές που φέρνουνε μέσα απ’ την οθόνη τη βρωμιά του κόσμου μέσα στο σπίτι μου με τον πιο χυδαίο τρόπο. Για μένα αυτοί δεν υπάρχουν. Εχουν πεθάνει».
Ναι αλλά πρέπει να πενθήσεις και τους θεατές που όχι μόνο τους βλέπουνε αλλά και τους φέρνουνε πρώτους.
«Δεν βλέπεις που είμαι αξύριστος; Σαράντα μέρες θα κάνω να τα ξυρίσω. Και γι’ αυτούς σαράντα μέρες πένθος».