Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς
Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ έγραψε το μυθιστόρημα στα τέλη του 19ου αιώνα και το 1975 ο Τζον Χιούστον έκανε ταινία τον «Ανθρωπο που θα γινόταν βασιλιάς» με πρωταγωνιστές τους Σον Κόνερι, Μάικλ Κέιν και Κρίστοφερ Πλάμερ. Κεντρικοί ήρωες, δύο βρετανοί τυχοδιώκτες που έφτασαν μέχρι το ασιατικό κρατίδιο Καφιριστάν (υποτίθεται ότι είναι το σημερινό Αφγανιστάν), έπεισαν τους κατοίκους ότι ήταν θεοί, κάτι σαν απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου που είχε περάσει από εκεί, δοξάστηκαν, λατρεύτηκαν αλλά, τελικά, έχασαν τα πάντα, ο ένας μάλιστα και τη ζωή του.
Εχω στο μυαλό μου αυτήν την ταινία από χθες το πρωί που ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε την «απόσυρσή» του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Μήπως δεν είχε πείσει κι αυτός ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ότι ήταν κάτι σαν μικρός θεός που θα έβγαζε τη χώρα από την κόλαση των μνημονίων και θα την οδηγούσε στον παράδεισο του Grexit. Ή μήπως δεν θυμόμαστε τον Φωτόπουλο της ΔΕΗ να του φιλάει το χέρι; Θα πει κάποιος ότι συμβαίνει αυτό με τους πολιτικούς. Ετσι γινόταν και με τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον δε Κυριάκο Μητσοτάκη, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, τον έραιναν με βάγια. Το θέμα είναι πώς διαχειρίζεται ο καθένας τη… θεϊκότητά του.
Η ανέλιξη του Τσίπρα στην πολιτική συντελέστηκε, όντως, με διαδικασίες «θαύματος». Το κόμμα του 3% που μέσα σε εφτά χρόνια – από τον Φεβρουάριο του 2008 που εξελέγη πρόεδρος του ΣΥΝ έως τις εκλογές του 2015 – έγινε, υπό την ηγεσία ενός «παιδιού των καταλήψεων», κυβέρνηση. Και το «παιδί των καταλήψεων» έζησε επί χρόνια το όνειρό του. Πολιτικό και προσωπικό. Δεν είναι μικρό πράγμα να καβαλάς το πρωθυπουργικό αεροπλάνο και να πηγαίνεις στην άλλη άκρη του κόσμου (από την Αθήνα στην Αβάνα) για να παραστείς στην κηδεία του παιδικού σου ειδώλου, του Φιντέλ Κάστρο. Η μεταμόρφωση του Τσίπρα στα χρόνια της πρωθυπουργίας του αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Από το παλτουδάκι της Ε’ Δημοτικού που φορούσε στην πρώτη του επίσκεψη, ως πρωθυπουργός, στο εξωτερικό έως τα σακίδια των 1.000 ευρώ. Και από τις διακοπές στη Μουτσούνα της Νάξου έως τα πούρα στο κότερο της «συνεργάτιδάς» του.
Ο Τσίπρας δεν έφτασε εκεί που έφτασε μόνο λόγω του λαϊκισμού και των αυτοματισμών που καλλιέργησε σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Κατάφερε και μια κλωτσιά στο χαμηλό υπογάστριο των απωθημένων του μέσου Ελληνα. Ταυτίστηκε με τη μετριότητα και η μετριότητα ταυτίστηκε μαζί του. Αποτέλεσε, για ένα διάστημα, την ενσάρκωση του «όλα είναι δυνατά». Αφού εκείνος κατάφερε να γίνει πρωθυπουργός, όλοι μπορούν να γίνουν ό,τι θέλουν. Με λίγα λόγια, δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο όπως λέει μια διαφήμιση. Γι’ αυτό και το μίσος εναντίον της αριστείας, γι’ αυτό και το «άριστος», στα χείλη των Συριζαίων έγινε βρισιά, σήμαινε κάτι σαν «εχθρός του λαού».
Το έλεγε φίλος και συνεργάτης του Τσίπρα και δεν το ανέφερε ως κακό. Είναι σαν ένας νεαρός, κοντούλης, ασχημούλης και μετριούλης να κάθισε σε ένα καφέ δίπλα σε μία σούπερ καλλονή. Και αφού δεν έχει να χάσει τίποτα, λέει να της την πέσει και της την πέφτει. Κι εκείνη, ω του θαύματος, ανταποκρίνεται. Ε,αυτό.
Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες
Αλλού το όνειρο όμως και αλλού το θαύμα. Και επίσης, αλλού το θαύμα και αλλού το τραύμα. Ή πώς το θαύμα έγινε τραύμα. Ή όλα τα θαύματα κρατάνε τρεις μέρες και το πιο μεγάλο τέσσερα. Η χθεσινή παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα έκλεισε έναν κύκλο του φανατισμού που προκαλεί η μετριότητα και της μετριότητας που καλλιεργεί ο φανατισμός.
Ακούω από χθες ότι θα τον κρίνει η Ιστορία. Εχω ωστόσο την εντύπωση ότι η Ιστορία δεν ασχολείται ιδιαίτερα με άτομα που έχουν κριθεί ήδη από την πραγματικότητα. Είναι πολύ σνομπ αυτή η κυρία. Ειδικά με όσους, τελικά, πνίγονται, στις αναθυμιάσεις των υπονόμων που τους ανέδειξαν. Είναι σαν να τους λέει «Ας πρόσεχες».