Να τα πούμε;
Τι να πούμε δηλαδή; Η ατζέντα της συζήτησης, ακόμη και στις προεορταστικές συναθροίσεις, είναι βαρετή και επαναλαμβανόμενη, σαν ένα καλικαντζαράκι να θέλει να σαρώσει ακόμη και το παραμικρό ίχνος αστερόσκονης που υποτίθεται ότι επιβάλλουν αυτές οι ημέρες. Χωρίς σειρά προτεραιότητας, τα ερωτήματα που παίζουν αυτές τις μέρες είναι ποιοι θα συμμετέχουν στο κόμμα της Καρυστιανού (εκτός από την αστρολόγο και τη γερόντισσα που ομιλεί την αραμαϊκή), πότε θα ανακοινώσει το κόμμα του ο Τσίπρας, ποιον θα τραμπουκίσει η Κωνσταντοπούλου, με ποιον θα συνεργαστεί ο Μητσοτάκης, με ποιον δεν θα συνεργαστεί ο Ανδρουλάκης, τι μήνυμα θέλει να δώσει με τη ρόμπα που φοράει ο Μαζωνάκης. Και αν, τελικά, τα μελομακάρονα με βρόμη και στέβια δεν τα ξεχωρίζεις από τα κανονικά. Ολα αυτά βέβαια υπό την ομπρέλα των αγροτικών κινητοποιήσεων και των μπλόκων. Δεν περνάς, κυρά Μαρία από ‘δω, περνάς από ‘κει, Αθήνα – Θεσσαλονίκη πάνω από δώδεκα ώρες σου λέει, κάν’ τες δεκαπέντε γιατί ο νιος είναι λεβέντης. Δεν είναι διαδρομές αυτές, road movie είναι με το παιδί να κλαίει στο πίσω κάθισμα διότι πάλι πεινάει, πάλι διψάει, πάλι θέλει τσίσα, του ήρθαν και τα κακάκια του και άντε τώρα να ξανασταματάς.
Να κάνουμε και λίγο χιούμορ για να περάσει η ώρα μας; Ποιο χιούμορ; Διαπιστώνω ότι κι αυτό στις μέρες μας έχει αγροτοποιηθεί, σαν να έρχεται κατευθείαν από το καφενείο του χωριού, έγινε πιο χέρσο, πιο καλαμπούρι, βρε παιδί μου. Οι ατάκες του Ξυλούρη στην Εξεταστική της Βουλής τροφοδοτούν αστεία με «φραπέδες» και «δικαιώματα σιωπής», να ρωτήσουμε τη Σεμερτζίδου ποιους αριθμούς θα παίξουμε στο Λόττο, «εσένα σου πήρε Πόρσε η μαμά σου;», τέτοια. Από τους παράδρομους μπαίνει ακόμη ο Μπισμπίκης με το τζιπ, η Ματσούκα χωρίς πινακίδες, μπα σε καλό μας, γελάσαμε πάλι σήμερα.
Τα Χριστούγεννα τα κανονικά, τα παλιακά, με τα γκι και τα ου και τα αγελλάκια και τις ουράνιες μελωδίες υπάρχουν πια μόνο στις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Προσωπικα, να την πω την αμαρτία μου, με το που ακούω στην τηλεόραση τη φωνή του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου να υπόσχεται δώρα μπαίνω στο mood των εορτών. Δηλαδή όχι ότι και εδώ δεν έχουμε οβιδιακές μεταμορφώσεις. Ας πούμε, Αγιος Βασίλης δεν υπάρχει. Εντάξει, το ξέραμε από οκτώ χρονών – ίσως και γι’ αυτό να έχουμε νεύρα από τότε –, αλλά τώρα μάθαμε ότι έβαλε στη θέση του την Τζένη Μπότση, σε αυτή γράφουν γράμματα τα παιδιά. Τέρμα τα ταξίδια στο Ροβανιέμι, στο χωριό της Τζένης Μπότση θα πηγαίνουμε, θα μας έρχεται και πιο οικονομικά, δεν το κόβω να είναι στη Λαπωνία. Τέλος πάντων, μόνο στην τηλεόραση οι οικογένειες συγκινούνται και ξεχειλίζουν από αγάπη γύρω από τη γλασαρισμένη γαλοπούλα. Στην πραγματική ζωή ξεχειλίζουν από νεύρα, μουρμούρα και μπηχτές. Μόνο εκεί τα έθιμα μας ενώνουν, στην πραγματικότητα γίνονται αιτίες καβγάδων.
Σιγά, μας ακούνε
Κι εκεί που ζω τα Χριστούγεννά μου από τον αντίλαλο των διαφημίσεων, αρχίζει το θρίλερ για γερά νευρά – και σε αυτή την περίπτωση μιλάω σοβαρά. Ακούγεται σε κάποια καμπάνια που παίζει, μην πω και από αρχές Νοεμβρίου, το «Αγια Νύχτα». Από τις πρώτες νότες το σασπένς ανεβάζει γράδα εντός μου. Θα το πουν; Δεν θα το πουν; Και το λένε. «Αγια Νύχτα, σε προσμένουν με χαρά οι χριστιανοί». Μεγάλη αποκοτιά στην εποχή μας. Απορώ πώς δεν προκάλεσε αντιδράσεις.
Διότι δεν πρέπει πια να λέμε «Καλά Χριστούγεννα» αλλά «Καλές γιορτές» που είναι πιο γενικό, πιο φλου. Κι αυτό για να μην αισθάνονται αποσυνάγωγοι οι μη χριστιανοί, για λόγους συμπερίληψης δηλαδή. Για να μπαίνουν κι αυτοί στο πνεύμα των εορτών. Εν τω μεταξύ, προχθές ένας πακιστανός ντελιβεράς μου είπε ένα «Καλά Χριστούγεννα» τόσο βροντερό, τόσο χαμογελαστό, τόσο πλήρες που ήταν σαν να φωτίστηκε ολόκληρο το σπίτι.
Και αυτή θα κρατήσω για την καλύτερη ευχή των ημέρων, αυτή στέλνω και σε εσάς.