Ζωντανό μπιμπελό
Είναι ένας συγγραφέας που τον έχουν για σοβαρό, σημαντικό και για σπουδαίο ακόμα. Κατά τη γνώμη μου δεν διαβάζεται. Εχω φιλότιμα πασχίσει με τέσσερα μυθιστορήματά του. Το ένα πιο ανούσιο, πιο κακότεχνο από το άλλο. Στο νεανικό του, που τον καθιέρωσε, παριστάνει τον κοινωνικό αφυπνιστή. Κουνάει το δάχτυλο στην παγκόσμια φτώχεια, στην καταστροφή του περιβάλλοντος, στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, οι ήρωές του φλυαρούν ακατάσχετα ώσπου να πέσουν ηρωικά, στις επάλξεις. Στο επόμενο μιμείται τον μαγικό ρεαλισμό των Λατινοαμερικανών. Ο,τι εξαίσια ευτράπελο συμβαίνει στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μαρκές το μεταφέρει στην ελληνική ύπαιθρο. Το γαρνίρει με παγανιστικούς μύθους, τον θεό Πάνα και τους τραγοπόδαρους, χώνει και ένα παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι και κάτι αντάρτες περιφερόμενους στα βουνά από το 1949, τα ανακατεύει όλα, φλομώνει τον αναγνώστη. Στο πρόσφατό του, που βραβεύτηκε από μια φεμινιστική οργάνωση, έχει φορέσει τον μανδύα της πολιτικής ορθότητας. Κατακεραυνώνει την πατριαρχία, ομνύει στη γυναικεία απελευθέρωση, εναγκαλίζεται τις μειονότητες και τους πρόσφυγες.
Οσο και να τον απεχθάνεται κανείς, οφείλει να του αναγνωρίσει τρία χαρίσματα. Πρώτον, έχει μια αστείρευτη λογοδιάρροια. Μπορεί να γεμίζει εκατοντάδες σελίδες μονοκοντυλιά σχεδόν, αμφιβάλλω εάν έχει ποτέ σβήσει έστω και μία φράση του. Δεύτερον, πιάνει τον σφυγμό της κάθε εποχής. Οποια ζητήματα απασχολούν την κοινή γνώμη τής τα δίνει σε ψευτολογοτεχνικό περιτύλιγμα. Τρίτον, έχει φτιάξει μια περσόνα και την περιφέρει βιρτουόζικα. Σε ημερίδες για τον πολιτισμό, σε σχολεία που τον καλούν για να ευαισθητοποιήσει τους μαθητές, αλλά και σε συλλαλητήρια, όπου πάντα εμφανίζεται με τραγιάσκα και απευθύνει χαιρετισμό εκ μέρους των πνευματικών ανθρώπων. Τα βράδια δειπνεί με νεότερους συναδέλφους που τον αντιμετωπίζουν σαν τον σοφό Νέστορα. Ή με πλούσιες κυρίες, οι οποίες δηλώνουν θαυμάστριες, «εγώ είμαι θαυμαστής σας!» τις αντιφλερτάρει, η ηλικία του – αλοίμονο – δεν του επιτρέπει να περάσει σε πράξεις, παλιά του έδινε και καταλάβαινε.
Γεμίζει το πουγκί του με όλα αυτά τα καραγκιοζιλίκια; Ακόμα κι αν δεν είναι ιδιαιτέρως ευπώλητος, λέξη που προφέρει με βαθιά περιφρόνηση, απολαμβάνει άφθονο κοινωνικό μισθό. Κεράσματα, προσκλήσεις σε συνέδρια στο εξωτερικό – κι ας μην έχει ποτέ μεταφραστεί, «η γλώσσα σας, μετρ, δυσκολεύει τους κουτόφραγκους…» –, διακοπές σε σπίτια συγγραφέων. Διάγει εν ολίγοις ωραιότατα εδώ και πενήντα σχεδόν χρόνια, ως ζωντανό μπιμπελό. Εχει ο ίδιος συνείδηση της ασημαντότητάς του; Υποψιάζομαι πως ναι. Κάπου κάπου στα τραπέζια μελαγχολεί, κοιτάει το κενό, παίρνει ένα ύφος παιδιού των φαναριών – ξεκίνησε πράγματι από την έσχατη φτώχεια, το υπενθυμίζει σε κάθε συνέντευξη. Αμέσως συνέρχεται, ξαναπηγαίνει η γλώσσα του ροδάνι. Χτυπάει ανελέητα το σύστημα και ενδιαμέσως κουτσομπολεύει. Διηγείται πιπεράτες ιστορίες, που εκθέτουν κατά προτίμησιν μακαρίτες.
Γιατί δεν αναφέρω το όνομα του; Γιατί όποτε τον συναντάω ανταποδίδω τον εγκάρδιο χαιρετισμό του, ακούω με ενδιαφέρον δήθεν τις γελοίες ιδέες του; «Εμείς οι γραφιάδες πρέπει να οργανωθούμε επιτέλους, να ταρακουνήσουμε την εξουσία!».
Αφενός τον λυπάμαι. Ποιος ο λόγος να αναφωνήσω «ο βασιλιάς είναι γυμνός!» για έναν ηλικιωμένο φτωχοδιάβολο, ο οποίος τρέφεται από την ψευδαίσθηση ότι όλοι τον σέβονται; Αφετέρου δεν έχω λόγο να μπλέξω. Αφού ξεπερνούσε την ταραχή, θα οργάνωνε την αντεπίθεσή του. Εκατοντάδες τρυφερές ψυχές που τον λατρεύουν – και ας μην καταφέρνουν να διαβάσουν τα βιβλία του – θα μου χυμούσαν διαδικτυακά. Θα με κατηγορούσαν ότι υβρίζω, ότι φθονώ, πως πιθανότατα με έχει βάλει κάποιο πολιτικό κόμμα ή κάποιος διαπλεκόμενος επιχειρηματίας – «η φωνή τού δασκάλου ενοχλεί!» θα ολόλυζαν και θα με λιθοβολούσαν.
Αυτά σκεφτόμουν προχθές ενώ έπινα καφέ με έναν φίλο γιατρό. «Ο τάδε καθηγητής καρδιολογίας» μου έλεγε «ενώ θεωρείται κορυφή είναι ντενεκές ξεγάνωτος. Στέλνει αδιάβαστο κόσμο και κοσμάκη. Ποιος τολμάει να τον καταγγείλει;».
Μια κοινωνία, η οποία ανέχεται αλμπάνηδες που παίρνουν τους αρρώστους στον λαιμό τους, σε ένα μπιμπελό θα βγάλει την αυστηρότητά της; Τον αέρα μας ανασαίνει; Μπορεί, στο κάτω κάτω, να είναι άθλιος συγγραφέας. Μα θα γινόταν εξαιρετικός ήρωας μυθιστορήματος.