«Με ενδιαφέρει να βλέπω την αλήθεια των σωμάτων»
Χρειάστηκε να περιμένει πολλά χρόνια έως τη στιγμή που πήρε ένα κάρβουνο για να σχεδιάσει ό,τι είχε αφήσει πίσω της τελειώνοντας τη Σχολή Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Μέλος της οικογένειας του κύπριου συλλέκτη Δάκη Ιωάννου, μεγάλωσε στον κοσμοπολιτισμό της κυπριακής διασποράς, μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου, Νέας Υόρκης και ελληνικών νησιών, απολαμβάνοντας τα φαινόμενα της σύγχρονης τέχνης, γνωρίζοντας καλλιτέχνες που απέκτησαν φήμη και δόξα τις δεκαετίες του ’90 και του 2000. Τι άλλο υπάρχει μετά; Καθώς της άρεσε η ζωγραφική, αυτή η αληθινά μεγάλη, που τη βρίσκεις να σε περιμένει σε τοίχους μεγάλων μουσείων, με την κλασική αίγλη της βαριάς ξύλινης κορνίζας, πήρε την απόφαση να πει με τους πίνακές της όσα την εμπόδιζε να εκφράσει με λόγια ο ντροπαλός της χαρακτήρας. Κι αυτό το αινιγματικό του έρωτα, τη ζωντάνια των ανθρώπων που αγαπούν και αισθάνονται, το πέρασε στη ζωγραφική της. «Thirsty» είναι ο τίτλος που έδωσε στη σειρά των έργων που παρουσιάζονται στον χώρο τέχνης The Breeder. Και δεν είναι κάτι λιγότερο από τη δίψα της να ζωγραφίσει κάτι ασύλληπτα δικό της. Μια λεπτομέρεια πάνω στο γυμνό δέρμα, τις πτυχές του σεντονιού πάνω στο κρεβάτι που ξάπλωσε ένα σώμα και μια ιδέα να αλλάξει το βλέμμα πάνω στο γυναικείο σώμα. Με άλλα λόγια, αυτή τη δύσκολη εποχή που ζούμε η Μαρία Ιωάννου τολμά να προσφέρει καταφύγιο στον έρωτα και να τον προφυλάξει στους πίνακές της.
Ποια ήταν η στιγμή που είπες «Ωραία, μου αρέσει να ζωγραφίζω» και ξεκίνησες;
Κοίτα, πάντα ήθελα, από μικρή, αλλά το φοβόμουν λόγω του background, της… βαριάς σκιάς του ονόματος του συλλέκτη πατέρα, και μετά έβρισκα δικαιολογίες ότι προηγούνται τα παιδιά μου. Ξέρεις, όλο αυτό.
Είχες κάνει όμως εκτός από σπουδές στην ιστορία της τέχνης και μαθήματα ζωγραφικής;
Είχα κάνει art school με όλον τον κύκλο μαθημάτων ζωγραφικής, γλυπτικής. Ολη μέρα. Και στον τρίτο χρόνο που αποφασίζεις τι θα ακολουθήσεις, πάτησα «στοπ» και έφυγα. Είπα ότι είμαι μια χαρά με ιστορία της τέχνης και όλα εντάξει. Ηταν η εποχή που ο Δάκης (σ.σ.: Δάκης Ιωάννου, συλλέκτης και πρόεδρος του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ) αγόραζε μεγάλα έργα, είχε ξεκινήσει τη σχέση του ως συλλέκτης και φίλος του Τζεφ Κουνς. Ελεγα στον εαυτό μου λοιπόν “πώς να μπλέξεις τώρα μέσα σε αυτό και τι να κάνεις;”. Οπότε φρενάρισα.
Δεν ήταν εκείνος που σε απέτρεπε;
Οχι, δικές μου ανασφάλειες ήταν, 100%. Ομως για τέχνη μιλούσαμε όταν ήμουν πολύ μικρή. Μετά, την εποχή που ξεκίνησε η ανατροφή των παιδιών μου, το άφησα στην άκρη. Καθώς μεγάλωνα επέστρεψε η επιθυμία να ασχοληθώ περισσότερο με την τέχνη, και όχι απλώς παρατηρώντας αλλά δημιουργώντας.
Πέρα από τα παιδιά και την οικογένεια, ήσουν παρούσα στην ομάδα του ΔΕΣΤΕ;
Κοίταξε να σου πω, ασχολήθηκα αλλά δεν αισθανόμουν ότι ήμουν ο κεντρικός άξονας. Δηλαδή άμα δεν ήμουν δεν θα πείραζε. Μου άρεσε πολύ να βρίσκομαι εκεί τη στιγμή που γίνονταν συζητήσεις και έπεφταν ιδέες για εκθέσεις και ονόματα καλλιτεχνών. Αλλά είμαι περισσότερο του να ζωγραφίζω παρά του να οργανώνω παραγωγές. Και το ξεκίνημα συνέβη χάρη στις παροτρύνσεις δύο ανθρώπων: ο φίλος μου Γιώργος Τ. ο οποίος με έβλεπε μετά που χώρισα να πηγαινοέρχομαι στο ΔΕΣΤΕ και να ασχολούμαι περισσότερο ήταν προτρεπτικός να ξεκινήσω αυτό που είχα αφήσει πίσω μου από τότε που σπούδαζα. Την ίδια απάντηση πήρα όταν άρχισα ψυχοθεραπεία και ξεκλείδωσα την επιθυμία μου για τη ζωγραφική. Από όλη αυτή την ιστορία του ΔΕΣΤΕ και το άνοιγμα σε σύγχρονους καλλιτέχνες, επειδή ήμουν ντροπαλή δεν επεδίωκα τη συναναστροφή. Τους θαύμαζα, αλλά – μπορεί επειδή ήθελα κι εγώ να κάνω τέχνη – τους απέφευγα.
Επομένως για πολλά χρόνια μάζευες πράγματα μέσα σου και δεν ήξερες τι θα τα έκανες;
Με έσωσε η καραντίνα του COVID. Επειδή πριν από αυτό είχα ένα σωρό δικαιολογίες να λέω όχι. Ομως στη διάρκεια που όλοι μείναμε σπίτι ξεκίνησα δειλά να κάνω σχέδια με κάρβουνο, από αυτά που κάναμε στο πανεπιστήμιο πριν από 100 χρόνια. Ηταν η προθέρμανσή μου. Ξεκίνησα με κάτι ασπρόμαυρα πορτρέτα αλλά μόλις μπήκα στο χρώμα όλα βρήκαν τη θέση τους. Ξεκίνησα με ακρυλικά επειδή μου φαινόταν πιο εύκολο με το νερό. Δίσταζα να χρησιμοποιήσω λάδι, αλλά τώρα πια η αίσθηση και η υφή που βγάζει το χρώμα είναι ασύγκριτες. Οσο πιο πολύ το δουλεύεις προσθέτοντας υλικό και δουλεύοντας πάνω του το πινέλο σου, δείχνει τις δυνατότητες του να πειραματίζεσαι, να δημιουργείς πάστες, επίπεδα. Και όταν έχεις το δέρμα με τις μπλε λεπτές φλέβες, πόσο μου αρέσει να βάζω την μπλε γραμμή και μετά από πάνω κι άλλο χρώμα του δέρματος και μετά λίγο ροζ και πάλι κι άλλες αποχρώσεις της διαφάνειας και του γυμνού. Υπάρχουν τόσα χρώματα…
Και τόσα θραύσματα στη ζωγραφική σου. Στην πρώτη ενότητα που έδειξες πριν δύο χρόνια στην Υδρα, το «Wet», ζωγράφισες στιγμιότυπα του εαυτού σου;
Ηταν η εποχή του COVID και δεν είχα μοντέλο να μου ποζάρει. Αλλά δεν θέλω να ζωγραφίσω εμένα. Ωστόσο πιο εύκολα φωτογραφίζεις και ζωγραφίζεις τον εαυτό σου, καθώς βλέπεις έτσι όπως κάθεσαι μία λεπτομέρεια στο χέρι ή το πόδι που εξέχει, που γυρίζει και μπλέκεται και σου έρχεται να τη ζωγραφίσεις. Ενώ όποτε έχω επιχειρήσει να φωτογραφίσω κάποιον άλλο φίλο ή φίλη στην αυθόρμητη στιγμή του, τσιτώνει και χαλάει το φυσικό στιγμιότυπο.
Τι σε ενδιαφέρει να βλέπεις στα σώματα των άλλων;
Την αλήθεια τους. Θέλω σώμα γιατί μου αρέσει το δέρμα. Δεν με ενδιαφέρει το φωτεινό, αλαβάστρινο νεανικό δέρμα απαραίτητα. Θέλω να είναι φυσικό, γερασμένο. Οταν ζωγράφισα τα χέρια του πατέρα μου, μου άρεσε έτσι όπως τα είδα να κινούνται πάνω στο iPad και οι αρθρώσεις των δαχτύλων να λυγίζουν πάνω στην οθόνη. Το να κάνω ζωγραφική με νεανικά σώματα, με ένα κοριτσάκι 20 χρονών, το βαριέμαι, γιατί δεν θα έχει ακόμη πάνω του ίχνη ζωής.
Στο κάτω επίπεδο της γκαλερί παρελαύνουν κάποιες γυναίκες του περίγυρού σου. Πώς τις έπεισες να ποζάρουν για τα γυμνά πορτρέτα τους;
Ηταν άλλη μία πληροφορία που είχα κλείσει μέσα μου εδώ και χρόνια. Αυτή τη φορά βγήκε από το βιβλίο του αρχιτέκτονα Κάρλο Μολίνο με τις φωτογραφίες πολαρόιντς γυναικών. Δεν ήξερε κανείς την ύπαρξη αυτών των πολαρόιντς γιατί τις είχε κρυμμένες στο σπίτι του στο Τορίνο και ανακαλύφθηκαν μετά τον θάνατό του, οπότε έγινε έκθεση και έτσι είδα τον κατάλογο. Ο Μολίνο έντυνε με το δικό του στυλ τις ερωμένες του και τις έβαζε να του ποζάρουν για να τις φωτογραφήσει. Για κάποιον λόγο απέκτησα ψύχωση με αυτές τις ατμοσφαιρικές, ιδιαίτερα ερωτικές πολαρόιντ. Ξεκινήσαμε δοκιμαστικά το πρώτο πορτρέτο βασισμένο σε μία από αυτές τις πόζες επιλέγοντας το γυμνό με το εσώρουχο τάνγκα και τα τακούνια με τις κόκκινες σόλες – που είναι το πιο σκληρό και σέξι – και ένιωσα ότι μου ταιριάζει πολύ. Αλλά ήθελα να τα κάνω πιο μαλακά. Είναι διαφορετικό το βλέμμα του άντρα να κοιτάζει τη γυναίκα. Οπότε είπα την ιδέα μου σε δύο-τρεις φίλες μου και δέχτηκαν να μου ποζάρουν. Τις έβαλα μπροστά από μια κουρτίνα, γυμνώθηκαν και αντί για το μαύρο λεπτό εσώρουχο του Μολίνο τις ζωγράφισα με ένα απαλό, πιο θηλυκό, κοριτσίστικο ροζ. Για να μην είναι το πόρνο, φετιχιστικό του ανδρικού βλέμματος.
Οταν είδαν οι φίλες σου το αποτέλεσμα, πώς τους φάνηκε;
Τους άρεσε, ενώ αρχικά ντρέπονταν πάρα πολύ. Μία από αυτές, που είναι ηθοποιός, δεν είχε πρόβλημα και ήταν άνετη. Μία άλλη μού είπε ότι αγάπησε το σώμα της από αυτόν τον πίνακα για τον οποίο πόζαρε.
Μοίρασες αυτοπεποίθηση με τις πινελιές σου;
Θεωρώ ότι δεν προκαλώ. Σε αυτή τη σειρά του «Thirsty» βρίσκω ότι με αυτές τις γυναίκες βγαίνει κάτι ρομαντικό. Σίγουρα δεν έχει να κάνει με την ακτιβιστική, καταγγελτική διάσταση της γυναικείας τέχνης του παρόντος. Υπάρχει κάτι ντροπαλό, αινιγματικό, που γίνεται μοντέρνα ρομαντικό και ερωτικό. Ολα οφείλονται στο ροζ.
Υπάρχουν όμως και πίνακες με προσωπικές στιγμές. Λειτουργούν σαν ημερολόγιο;
Ζωγράφιζα για τον εαυτό μου, χωρίς πλάνο να κάνω έκθεση, δοκίμαζα διαφορετικές κλίμακες, από τα μικρά στα μεγαλύτερα έργα με πολύ προσωπικά στοιχεία. Στην αρχή έβγαζα τα τατουάζ για να μη φανεί ότι είμαι εγώ. Αλλά στην πορεία μού άρεσε η διαδικασία ότι φαινόμασταν ζευγάρι με τον Αλιόσα (σ.σ.: τον σύντροφό της) και έτσι κράτησα αυτή την ιδέα ότι κάνω το πορτρέτο μας χωρίς τα κεφάλια μας.
Στο Instagram σου φαίνεται ότι εκτός από τη σύγχρονη τέχνη έχεις αδυναμία και σε καλλιτέχνες του παρελθόντος.
Σε ένα ταξίδι μου στη Ρώμη είδα στην Γκαλερία Μποργκέζε το σύμπλεγμα του Λορέντζο Μπερνίνι «Η Αρπαγή της Περσεφόνης». Τρελάθηκα με το χέρι του Πλούτωνα που σφίγγει το πόδι της Περσεφόνης και πώς ο Μπερνίνι δουλεύει το μάρμαρο σαν να είναι πραγματική σάρκα. Από αυτό το γράπωμα του Μπερνίνι ξεκίνησα την πρώτη μου έκθεση με τα σφιξίματα των χεριών και τα σημάδια τους πάνω στο σώμα. Αλλά αυτό που πάντα μου αρέσει να βλέπω όταν πηγαίνω να δω ζωγραφική στα μουσεία είναι οι πίνακες με ξαπλωμένες γυναίκες. Είναι μία άλλη ιδέα που θα ήθελα να ξεκινήσω με κάποιες από τις φίλες μου. Μου αρέσει να ζωγραφίζω γυναικεία σώματα πιο χυμώδη, με καμπύλες, σαν παλιές οδαλίσκες. Αλλά ακόμη διστάζουν. Κάποια στιγμή θα γίνει και αυτό.