Ντίσνεϊλαντ
Ο υπερτουρισμός είναι ένας νέος όρος που προστίθεται σταδιακά στο λεξιλόγιό μας. Οι πιο φιλοχρήματοι και άπληστοι της ελληνικής επικράτειας τον ερμηνεύουν θετικά, ότι συμβάλλει στην άνοδο της ελληνικής οικονομίας, ότι μας προτρέπει σε μια δημιουργική επικοινωνιακή εξωστρέφεια, ότι βελτιωνόμαστε στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. Οι μελαγχολικοί σκεπτικιστές νιώθουν τις συνέπειές του σαν βαρύ ολόμαλλο μανδύα φορεμένο κατάσαρκα όταν έχει καύσωνα. Ποιος νοήμων θα ντυνόταν με αυτόν τον τρόπο; Κανείς, καμία και κανένα. Παρά μόνο αν είναι υποχρεωμένος κάποιος να φορά κάποια στολή εργασίας, σαν τους υπαλλήλους στη Ντίσνεϊλαντ που ντύνονται Μίκι, Μίνι, Γκούφι και απόγονοι αυτών για να υποδεχτούν τα στίφη των επισκεπτών στο πάρκο της ξέφρενης χαράς.
Μήπως δεν το καταλάβαμε ότι η Αθήνα «ντισνεϊο-ποιείται» με ρυθμούς πιο γρήγορους και από την επενδυτική βαθμίδα; Στους δρόμους με τις πολυκατοικίες, στους πεζόδρομους με τα τραπεζοκαθίσματα, στις γειτονιές με ξεχασμένα υπαίθρια σινεμά και υπολείμματα από λαϊκές ταβέρνες δημιουργείται ένα μείγμα τυποποιημένων μαζικών υπηρεσιών και μεταβολής της καθημερινότητας που βαφτίστηκε αυθεντική μεσογειακή εμπειρία. Στον χορό μπήκε δυναμικά και η Ακρόπολη με στοιχεία γκλάμουρ ρομαντισμού. Σε ιστοσελίδες οργάνωσης γαμήλιων δεξιώσεων το μνημείο προσφέρεται – όπως διαβάζουμε – ως θέα και ως σκηνικό «πλαισιωμένο από τα μενεξεδιά χρώματα του ηλιοβασιλέματος και το απέραντο γαλάζιο του ουρανού να συνοδεύει την τελετή καθώς και τη δεξίωση του γάμου σας με θέα την Ακρόπολη». Πιθανόν η στροφή προς την ελαφριά ποπ οικονομική εκμετάλλευση της αρχαιότητας να βρίσκει ενθουσιασμένους αποδέκτες.
Βέβαια υπάρχουν και οι σνομπ, με αποικιοκρατικές καταβολές και αναμνήσεις που μαγεύονται από κάθε είδους εξωτισμό. Η Ακρόπολη ανήκει και σε αυτούς. Για να κάνουν πρόταση γάμου υπό το σεληνόφως έναντι χιλιάδων ευρώ. Μόνο που τους πρόλαβε ο Τζον Λε Καρέ με τη «Μικρή Τυμπανίστριά» του. Σε έξι σελίδες του νουάρ μυθιστορήματός του δημιούργησε τις συνθήκες μιας αινιγματικής νύχτας στην Ακρόπολη, με το μνημείο να ανήκει σε δύο παράνομους συνωμότες. Τουλάχιστον οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες αισθάνονται τα όριά τους και ο δημιουργός τους δηλώνει ότι είναι ανέτοιμοι για τέτοια ομορφιά. Ο,τι μένει είναι αβάσταχτη μοναξιά.