«Με τον λόγο πηγαίνω από τη μία γειτονιά της μουσικής στην άλλη»
Τον καλό τραγουδιστή τον καταλαβαίνεις από τον τρόπο που μιλάει σε μια απλή συζήτηση. Από τον τρόπο που αρθρώνει ή κάνει παύσεις. Αυτό συμβαίνει με τον ερμηνευτή και τραγουδοποιό Απόστολο Ρίζο. Ξέρει να μιλάει χαμηλά, να δυναμώνει την ένταση, να ψάχνει τη σωστή λέξη. Εξάλλου από την αρχή ετούτης της συνέντευξης, ένα απόγευμα στο ζεστό κέντρο της πόλης, μου αποσαφηνίζει πως ιεραρχεί τον λόγο, τον στίχο και με αυτόν ως όχημα μετακινείται ευέλικτα και πετυχημένα στις περιοχές του τραγουδιού. Τον έχουμε ακούσει σε Μάρκο Βαμβακάρη, σε Μάνο Λοΐζο, σε δικά του, σε παραδοσιακά αλλά κάτω από εκείνον τον αισθητικό τόνο και τρόπο που ο ίδιος έχει κάνει διακριτό εδώ και περίπου είκοσι πέντε χρόνια και τον κατατάσσει στις πιο ελπιδοφόρες και ουσιαστικές δυνάμεις του χώρου και της γενιάς του.
Εχετε μια μακρά διαδρομή στο ελληνικό τραγούδι αλλά εγώ θα ήθελα να ξεκινήσουμε από τον παππού σας που διάβασα πως ήταν μουσικός…
Τον παππού από τη μεριά της μητέρας μου. Επαιζε κιθάρα και φυσαρμόνικα, στον ελεύθερο χρόνο που είχε από το τσαγκάρικο που το ονόμαζε κιόλας «υποδηματοθεραπευτήριο». Εγώ δυστυχώς τον πρόλαβα λίγο και δεν είχε τόσο πολλή όρεξη να μου δείξει ακόρντα στην κιθάρα. Είχε κι ένα καλαθάκι με φυσαρμόνικες, τον πίεζα να μου δείξει, αλλά πιο πολύ ήθελε να πάμε καμιά βόλτα, εκείνος όμως μου έδειξε τα πρώτα ακόρντα. Είχανε μια παρέα κανταδόρων, ο πιο μικρός ήταν ο πρώτος μου δάσκαλος, ο Αλέξης Νούλας. Το πρώτο τραγούδι που έμαθα να παίζω ήταν το «Αχ χελιδόνι μου». Αλλά μετά και το «Μινόρε της αυγής» και τέτοια. Ηταν ακούσματα στο σπίτι, η μητέρα μου άκουγε πολύ και καλό ελληνικό τραγούδι. Και το πικάπ που κάτι μόνιμα έπαιζε. Υπήρχαν λίγα κλασικά άλμπουμ αλλά θυμάμαι κι ένα με διασκευές του Πολ Μοριά.
Ολοι είχαμε αυτόν τον δίσκο στο σπίτι!
Και τον έλεγα και λάθος μικρός και με διόρθωναν. Τα καλοκαίρια που ερχόταν ο θείος μου από τη Γερμανία έφερνε δίσκους, π.χ. ιταλόφωνο τραγούδι, Αντριάνο Τσελεντάνο και άλλα. Βέβαια στην ευρύτερη περιοχή της Λαμίας υπήρχαν τα παραδοσιακά, τα λαϊκά. Το καλοκαίρια πηγαίναμε στα πανηγύρια.
Πότε καταλαβαίνετε πως θα γίνετε τραγουδιστής;
Στο Γυμνάσιο, πιο μετά. Κάτι με κατέλαβε να ασχολούμαι, να τραγουδώ, να θέλω να γράψω, άκουγα, μελετούσα και πήγαινα και ωδείο. Φτιάξαμε κι ένα σχηματάκι με δύο φίλους στη γειτονιά και σιγά σιγά έγινε στοιχείο της καθημερινότητάς μου.
Πάμε Λαμία – Αθήνα. Πώς γίνεται η μετάβαση στη μεγάλη πόλη;
Ηρθε η ώρα να δώσω εξετάσεις στην Τρίτη Λυκείου. Πέρασα στο ΕΜΠ. Μηχανολόγος μηχανικός. Και ήρθα στην Αθήνα. Αρχικά έμεινα σε έναν φίλο μου. Μπήκα σε μια κομπανία φοιτητών που έπαιζαν βασικά ρεμπέτικα. Και είχε έρθει ο Τάκης Μπουρμάς να τους ακούσει. Εκείνη τη χρονιά έπαιζαν με τον Γιώργο Ζήκα στο Χαμάμ. Κι ένα βράδυ με άκουσε ο Νίκος Ζούδιαρης. Και έπειτα από δύο χρόνια που έψαχνε ερμηνευτή για τον δίσκο «Ενας κύκνος κλαίει» (2000), αποφάσισε να το κάνουμε μαζί.
Εδώ έχετε τη μεγάλη σας επιτυχία «Τι να θυμηθώ». Πώς είναι ένας νέος ερμηνευτής να κάνει μια τόσο μεγάλη επιτυχία τόσο γρήγορα;
Το τραγούδι πήγε αμέσως από στόμα σε στόμα. Δεν είναι στα τραγούδια που είχαν πολλές μεταδόσεις αλλά είχε περισσότερο αρχικά μια υπόγεια διαδρομή, βασικά αγαπήθηκε πολύ από συναδέλφους. Το λέγανε σε συναυλίες δικές τους. Εχω τη μεγάλη χαρά να το ακούω με μεγάλη έκπληξη σε όλα τα σημεία, από μια παραλία με μια κιθάρα μέχρι παντού.
Θυμάστε πώς το γράψατε;
Ολες οι εγγραφές (1999) έγιναν στο στούντιο Sierra με ηχολήπτη τον Παναγιώτη Πετρονικολό και σε ενορχηστρώσεις του Βασίλη Γκίνου. Σε εκείνο το session γράψαμε ένα πρωί αυτό κι άλλο ένα του δίσκου. Οι φωνές γράφτηκαν τον Σεπτέμβρη του 2000. Κάναμε πολλές πρόβες με τον Νίκο πριν μπω στο στούντιο. Συγκεκριμένα με το «Τι να θυμηθώ», όταν είχαμε συναντηθεί σε ένα στουντιάκι για να με ακούσει, είχα ετοιμάσει δύο τραγούδια. Κάποια στιγμή μου λέει: «Αν πιάσω την κιθάρα και παίξω ένα τραγούδι θα μπορούσες να δοκιμάσεις να το πεις;». Και παίζει αυτό. Μου άρεσε πολύ. Πήρα την κιθάρα και ήταν μια στιγμή συγκίνησης και πήρε την απόφαση να κάνει όλο τον δίσκο με έναν άγνωστο μουσικό – ερμηνευτή σαν εμένα.
Στους δασκάλους σας έχετε αναφερθεί στον Χρόνη Αηδονίδη, στη Μίρκα Γεμεντζάκη, στον Βασίλη Σπυρόπουλο από τους Σπυριδούλα. Εδώ όμως υπάρχει μια ετερόκλητη μαθητεία. Από παραδοσιακό μέχρι ροκ.
Ναι, ήταν το ωδείο του Βασίλη Σπυρόπουλου και του αδελφού του στην Πλατεία Αμερικής, πήγα και μαθήτευσα στην κιθάρα. Το ίδιο πήγα και δίπλα στον Βασίλη Ρακόπουλο. Η κιθάρα είναι ένα όργανο που αγαπώ πολύ και συνδέθηκε πάντα και με δικές μου αναζητήσεις. Είναι πάντα το όχημα που με βοηθά να εκφράσω οτιδήποτε μέσα μου συνωστίζεται. Γράφω και στο πιάνο αλλά δεν είμαι πιανίστας. Μελετώ κιθάρα σε όλες τις μορφές της, ακουστική, ηλεκτρική και κλασική.
Πείτε μας για τη Γεμεντζάκη και τον Χρόνη Αηδονίδη.
Τη Μίρκα Γεμεντζάκη τη γνώρισα από τον Βασίλη που είχε το Μπαράκι στη Διδότου. Της χρωστάω πολλά. Μου έμαθε το πώς παράγεται η φωνή. Κάναμε και ασκήσεις για φωνή και σώμα. Ειδικά ένα σεμινάριο που είχε κάνει ένα καλοκαίρι στη Μονεμβασιά ήταν καθοριστικό για μένα. Ο Χρόνος Αηδονίδης τώρα. Γυρνώντας ένα καλοκαίρι βλέπω μια αφίσα στο ωδείο που ήταν στην Τήνου για μαθήματα του Χρόνη. Κι έκανα έναν κύκλο μαζί του Παραδοσιακό και Βυζαντινή. Κορυφαία στιγμή, ένας σπουδαίος άνθρωπος. Μεγάλη και ευγενική φωνή.
Εχετε το δημοτικό – παραδοσιακό στον τρόπο ερμηνείας σας ή στην εν γένει δουλειά σας;
Ναι, γιατί είναι κάτι που και λόγω ακουσμάτων με ακολουθεί. Σε γενικές γραμμές όμως με ενδιαφέρει να αφομοιωθεί κάτι μέσα από τον δικό μου ψυχισμό, όχι με κανόνες. Και η σχέση μου με το παραδοσιακό, το λαϊκό και το ρεμπέτικο μέσα από αυτό το φίλτρο θέλω να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Για μένα κινητήριος δύναμη είναι ο λόγος και οι λέξεις. Η μουσική όταν παίζεται από καλούς μουσικούς και με γούστο τις πιο πολλές φορές είναι πολύ ωραία. Και είναι σαν το καλό φλερτ. Αλλά για να θυμάσαι κάτι, θα πρέπει να γνωριστείς βαθιά και εκεί είναι ο λόγος. Και ο λόγος με βοηθάει να πηγαίνω από τη μία γειτονιά της μουσικής στην άλλη. Εκεί βρίσκω τις αναφορές μου.
Επειδή λέμε για τον λόγο και τον στίχο, προλάβατε την επόμενη ερώτησή μου. Θα ήθελα να μου πείτε, επειδή έχετε συνεργαστεί με τη Λίνα Νικολακοπούλου, πόσο καθοριστικό ήταν αυτό;
Ηταν μια αναπάντεχη έκπληξη. Σε μια συναυλία μού λέει ένας μπασίστας: Είναι η Λίνα εδώ. Στο τέλος της βραδιάς μού λέει πως θα έκανε ένα αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη στο Ηρώδειο και μου πρότεινε να είμαι εκεί. Μου κόπηκαν τα πόδια. Και έτσι ξεκίνησε. Μετά κάναμε και έναν κύκλο συναυλιών μαζί. Κρατώ τις συζητήσεις μαζί της. Οποιος μιλήσει με τη Λίνα είμαι βέβαιος πως θα καταγοητευθεί, μη σου πω πως θα την ερωτευτεί. Είναι ένας άνθρωπος που κατέχει την ελληνική γλώσσα όσο λίγοι και βέβαια έχει πειραματιστεί μαζί της. Είναι ποιήτρια. Είναι μια συναναστροφή μου πάνω από ενάμιση χρόνο.
Με το ρεμπέτικο τι σχέση έχετε;
Παίζω από μικρός με την κομπανία που σου είπα αλλά κι ένα ολόκληρο άλμπουμ ανάμεσα στα ρεμπέτικα, «Το Ρεμπέτικο» του Σταύρου Ξαρχάκου. Καλοκαίρι της Τρίτης Γυμνασίου με έναν φίλο μου που έπαιζε μπουζούκι εμφανιστήκαμε στους Δελφούς και πήραμε το πρώτο μας μεροκάματο. Και λίγο επεισοδιακά μάλιστα, αφού με το «Της Αμύνης τα παιδιά», αντέδρασε μια παρέα και σχεδόν μας φυγάδευσαν.
Πώς διαβάζετε εσείς το ρεμπέτικο; Σήμερα ας πούμε μια νέα γενιά παίζει ένα απίστευτα άγνωστο ρεπερτόριο σε μικρούς χώρους.
Η αμεσότητα και η απλότητα – όχι απλή λιτότητα – που έχει αυτό το είδος είναι δύο στοιχεία, όπως και το τρίχορδο, και ειδικά ο Μάρκος, που τα αγαπούσα και με βοήθησαν πολύ. Ηταν πολύ φυσικό να συνδεθώ με αυτή την κοιτίδα του πολιτισμού μας. Μου αρέσαν πάντα και τα ξένα, ένα ευρύ ρεπερτόριο αλλά μου αρέσει να εκφράζομαι στη γλώσσα μας. Οπως φαντάζομαι ο καθένας για τη γλώσσα του. Μοιραία από άλλη γλώσσα θα γίνει μια είδους απόδοση. Κάποια στιγμή φοιτητής δοκίμαζα όλες τις προσμείξεις, τα είδη, όπως στις «Γραμμές των οριζόντων» του Θάνου όπου έβαζα και τα ξένα μου ακούσματα ή στον Μάνο Λοΐζο.
Πάμε λοιπόν στον Μάνο Λοΐζο.
Στο Γυμνάσιο μου κάνουν δώρο οι γονείς μου τρία βιβλία με παρτιτούρες και έπεσα με τα μούτρα. Τα είχα βγάλει όλα. Ασκούσε πάνω μου μια γοητεία και αυτό διαρκεί και σήμερα. Η πλέον αγαπημένη μου και επιδραστική περίπτωση δημιουργού. Επειδή είχε μεγάλο εύρος και πολύ δικό του μουσικό χαρμάνι. Με όλες αυτές τις μεγάλες φωνές βέβαια που κάρφωναν τα τραγούδια στην ψυχή μας. Και οι στιχουργοί μαζί του. Λευτέρης Παπαδόπουλος, Χριστοδούλου, Πυθαγόρας, Λάδης, Ρασούλης. Ολη αυτή η μαγιά κάπου σε οδηγεί. Παίρνεις έναν δρόμο πολύ όμορφο. Εναν δρόμο που έχει μέσα την ομορφιά της ζωής. Εχει νεότητα, αγώνα, όλα αυτά τα στοιχεία. Επανέρχομαι σε αυτόν και είναι τομή στην πορεία μου.
Και κάνετε και τον δίσκο «Σε ένα δωμάτιο με τον Μάνο Λοΐζο».
Υστερα από μια συναυλία στο Θέατρο Βράχων ήταν η Μυρσίνη Λοΐζου που μου πρότεινε να κάνω κάτι με τα τραγούδια του πατέρα της. Αγχώθηκα αρχικά. Ξεκίνησα να το δουλεύω, το 2013-14. Και όταν ήμουν έτοιμος, έγινε η παράσταση με δύο κοντραμπάσα σε διαφορετικό ρόλο και μερικά στοιχεία τεχνολογίας (λούπες). Κέντρο ήταν η κιθάρα μου, όργανο που έχω συνδέσει με τον Μάνο και μερικά ντοκουμέντα που παραχώρησε η Μυρσίνη. Δεν θα το έλεγα παράσταση αλλά διάδραση. Ζητούμενο ήταν όχι μια απόδοση αλλά μια προσέγγιση του να του γυρίσω πίσω όσα του χρωστάω από παιδί.
Τι τον κρατάει φρέσκο σήμερα;
Πέραν των σπουδαίων κομματιών, είναι η αίσθηση του βλέμματός του. Μια αύρα φαντάζεσαι πως είχε αυτός ο άνθρωπος που μπορεί και ταξιδεύει μέσα από ένα χαρτί φωτογραφίας. Αυτό το βλέμμα έχει μέσα, ρέει έννοιες. Ελευθερία, αγώνα, έρωτα, την αγάπη για τη ζωή. Το κέντρο μου είναι ο άνθρωπος. Είμαστε τυχεροί για τον πολιτισμό που έχουμε. Υπάρχουν μέσα στη ζωή μας αυτοί οι άνθρωποι.
Λέμε συχνά για γενιές, παρέες, σκηνές. Πού ανήκετε;
Χρονολογικά μπορεί κάποιος να το εντοπίσει – ξεκίνησα το 2000. Είμαι πιο κοντά – όχι στους τραγουδοποιούς του ’90 – αλλά στην επόμενη γενιά. Κάπου ανάμεσα. Δεν με ενδιέφερε όμως ποτέ αυτό να το συνειδητοποιήσω γιατί για μένα όλο αυτό το ταξίδι δεν έχει χρόνο. Δεν θα πω ποτέ πως το δικό μας το ξέφωτο είναι καλύτερο από το προηγούμενο ή αυτό που έρχεται. Μου αρέσει να περπατώ όλη τη διαδρομή. Να βρίσκω στοιχεία επικοινωνίας και με μεγαλύτερους και όσους ακολουθούν. Δεν με απασχολεί να σηκώσω μια σημαία της γενιάς μου, το λέω αυτό με εισαγωγικά βέβαια. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν είμαι μέσα στη ροή των γεγονότων. Είμαι παρών. Στοιχεία κοινά ανά γενιά μπορείς να βρεις προφανώς αλλά ο κοινός παρονομαστής έχει αναλογίες σε όλες.