World News in Greek

Το κουσούρι μας

Ta Nea 

Είχα ζητήσει από έναν καθηγητή πολιτικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας, να μου εξηγήσει γιατί η Πορτογαλία είχε ξεμπερδέψει με το δικό της μνημόνιο τόσο πιο γρήγορα από ό,τι η Ελλάδα (λιγότερο από τέσσερα χρόνια εκείνοι, οκτώ χρόνια γεμάτα εμείς) και με τόσο μικρότερο κοινωνικό και οικονομικό κόστος. «Ισως επειδή εμείς είμαστε επτά αιώνες παλαιότερο κράτος από εσάς», μου απάντησε – χωρίς να είμαι σίγουρος αν μιλούσε σοβαρά ή αστειευόταν.

Η αλήθεια είναι ότι, πράγματι, η Πορτογαλία είναι ένα έθνος-κράτος του 12ου αιώνα και η Ελλάδα του 19ου. Αλλά γιατί αυτό να εξηγεί τη διαφορετική αντίδραση των δύο χωρών στην ίδια πρόκληση – την προσφυγή σε ευρωπαϊκά δάνεια, την εφαρμογή παρόμοιων προγραμμάτων λιτότητας και την εποπτεία τους από την ίδια τρόικα; Γιατί εκείνοι έχουν ήδη ξεπεράσει το προ κρίσης κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα κι εμείς θα χρειαστούμε, λένε, μερικές δεκαετίες μεταρρυθμίσεων και καλής τύχης για να το καταφέρουμε;

Την απάντηση δεν τη δίνει, προφανώς, η ιστορία. Ας γυρίσουμε, λοιπόν, στο έδαφος της εφαρμοσμένης πολιτικής.

Οταν η κρίση χτύπησε τις πιο αδύναμες ευρωπαϊκές οικονομίες, το 2008, το ελληνικό πολιτικό σύστημα αντέδρασε με τον τρόπο που όλοι θυμόμαστε. Η κυβέρνηση Καραμανλή μάς διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, «είμαστε θωρακισμένοι». Οταν η θωράκιση απεδείχθη τρύπια, προκήρυξε εκλογές. Κι όταν η κυβέρνηση που προέκυψε από αυτές, η κυβέρνηση Παπανδρέου, προσπάθησε με μοιραία καθυστέρηση να αντιδράσει στην επερχόμενη χρεοκοπία, η συναίνεση που βρήκε ήταν μηδενική. Η μεν ΝΔ ως αξιωματική αντιπολίτευση έτρεχε στο Ζάππειο να προλάβει να κλέψει την αντιμνημονιακή ατζέντα από την Αριστερά, ο δε ΣΥΡΙΖΑ, συναισθανόμενος τη μεγάλη ευκαιρία, έσπευσε να δηλώσει, διά του προέδρου του, πως τίποτε δεν χρειάζεται να αλλάξει, γιατί ο κίνδυνος χρεοκοπίας είναι «παραμύθι χωρίς δράκο».

Η Πορτογαλία, αντίθετα, με κυβέρνηση χωρίς αυτοδύναμη πλειοψηφία από το 2009, προσπαθούσε να προλάβει το κακό ψηφίζοντας με ευρεία πλειοψηφία τρία αλλεπάλληλα προγράμματα λιτότητας, περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων, με συναίνεση της αντιπολίτευσης. Κι όταν έγινε αναπόφευκτη η προσφυγή και της Πορτογαλίας, ένα χρόνο μετά την Ελλάδα, στον μηχανισμό «διάσωσης», οι Σοσιαλιστές παραιτήθηκαν και η χώρα οδηγήθηκε κι αυτή σε εκλογές, αφού όμως πρώτα είχε συμφωνηθεί το πρόγραμμα λιτότητας με τους δανειστές και τα δύο κόμματα της Κεντροδεξιάς είχαν δεσμευτεί από κοινού με τους Σοσιαλιστές, πως όποιος κερδίσει τις εκλογές θα το εφαρμόσει.

Αυτή η κρίσιμη διαφορά αντίδρασης των δύο πολιτικών συστημάτων στην ίδια κακή μοίρα, δεν εξηγεί μόνον γιατί εκείνοι πέρασαν από τη θύελλα του μνημονίου με λιγότερες οικονομικές απώλειες και λιγότερες κοινωνικές θυσίες. Εικονογραφεί, επίσης, στην ακραία του μορφή, αυτό που αποτελεί τη σκοτεινή όψη του πολιτικού θαύματος της Μεταπολίτευσης.

Ηταν πράγματι αυτά τα 50 χρόνια, που τα γιορτάσαμε και τα παινέψαμε αυτές τις ημέρες, μια μοναδική στην ελληνική ιστορία περίοδος δημοκρατικής ομαλότητας και προόδου, οικονομικής και κοινωνικής. Αλλά ένα κουσούρι το σέρναμε εξ αρχής σχεδόν. Ηταν η επιβίωση μιας μεσανατολικής πολιτικής κουλτούρας στη ζωή μιας χώρας που προσπαθούσε να είναι ευρωπαϊκή. Μιας κουλτούρας που απαγορεύει τη συναίνεση – ακόμη και σε συνθήκες ακραίας διακινδύνευσης.

Ο Τόμας Φρίντμαν, που ξέρει καλά τη Μέση Ανατολή, περιγράφει πως σε ένα δείπνο κάποτε στη Βηρυτό, όταν η συζήτηση γύρισε σε μια ασυνήθιστη κακοκαιρία των προηγούμενων ημερών, κάποιος, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ρώτησε «λέτε να το έκαναν οι Σύροι;». Αυτή είναι η ουσία της πολιτικής στο μεσανατολικό περιβάλλον. Ολα είναι πολιτικά, ακόμη και ο καιρός. Για κάθε ερώτημα υπάρχει μια θεωρία συνωμοσίας προς απάντηση. Οι πολιτικές διαφορές είναι ασυμφιλίωτες, μοιάζουν με θεολογικές διαμάχες, οι αντίπαλες παρατάξεις αντιπροσωπεύουν αντίπαλους κόσμους, διαφορετικές και ασυμβίβαστες εκδοχές της αλήθειας. Ο συμβιβασμός είναι ασυγχώρητη αμαρτία. Η συναίνεση, προδοσία.

Η συναίνεση μεταξύ πολιτικών αντιπάλων, εννοείται, δεν είναι ο τρόπος που οργανώνεται η πολιτική ζωή σε μια δημοκρατική χώρα. Οι πολιτικοί ανταγωνισμοί είναι παντού έντονοι και οι μάχες για την εξουσία (και στην Πορτογαλία) σκληρές και παθιασμένες. Εχουν, όμως, ένα όριο. Η μετεωρολογία, ας πούμε, μένει εκτός πολιτικής. Η ανάγκη να αντιμετωπιστεί ένας κίνδυνος χρεοκοπίας, επίσης. Οταν όλα είναι πολιτικά, η Πολιτική πεθαίνει, έγραφε ο Φρίντμαν – ανήσυχος ότι η Αμερική του tea-party και του Τραμπ γλιστρά προς μια μεσανατολική κουλτούρα. Εμείς δεν βγήκαμε μάλλον ποτέ πλήρως από αυτήν. Οταν όλα είναι ή εμφανίζονται ως πολιτικά, η πολιτική δεν είναι παρά ένα γυμνό και κυνικό παιχνίδι εξουσίας.

Η μεταπολίτευση απάλλαξε τη χώρα από τα δεινά της μετεμφυλιακής, ανάπηρης δημοκρατίας. Την απάλλαξε από την κηδεμονία του θρόνου, του στρατού, της Πρεσβείας. Εσβησε τις διαχωριστικές γραμμές του Εμφυλίου. Ολοκλήρωσε την ευρωπαϊκή επιλογή. Και διασφάλισε πως η διεξαγωγή και το αποτέλεσμα των εκλογών είναι εκτός αμφισβήτησης. Δεν διόρθωσε, ωστόσο – αντίθετα κατά περιόδους όξυνε – το βασικό μας κουσούρι. Εχει εξήγηση αυτό. Αν η δημόσια διοίκηση είναι απόλυτα και τυφλά υποταγμένη στον εκάστοτε πολιτικό της προϊστάμενο, αν η επιχειρηματική επιτυχία συνδέεται άρρηκτα με την πολιτική επιρροή στους θεσμούς που δίνουν δάνεια, κρατικά συμβόλαια ή φορολογική ασυλία, αν η οικογενειακή ευημερία, από τις πιο απλές πτυχές της, τη μετάθεση του παιδιού που υπηρετεί τη θητεία του, ως κάποια μικρή έστω συμμετοχή στα λάφυρα της εξουσίας, εξαρτώνται από το ποιος κυβερνά, ποιος είναι «στα πράγματα», η πολιτική πόλωση εύκολα γίνεται ακραία, παθιασμένη, εχθροπαθής και ασυμφιλίωτη. Το παράξενο είναι πως, σαν από κεκτημένη ταχύτητα, κάτι από αυτήν την κουλτούρα της πόλωσης επιβιώνει ακόμη και όταν αυτά τα χαρακτηριστικά της σχέσης κράτους – κόμματος – οικονομίας, μετά τη χρεοκοπία ιδίως, αδυνατίζουν.

Γι’ αυτό, άλλωστε, και το υπόδειγμα Πολάκη – που έκλεψε ξανά την παράσταση αυτές τις ημέρες – όχι ως εκφορά λόγου, ως ύφος, μα ως πολιτική κουλτούρα που αντιμετωπίζει τον αντίπαλο, ακόμη και τον εσωκομματικό αντίπαλο, ως μειωμένης ηθικής υπόστασης που του αξίζει εξόντωση, αυτό το υπόδειγμα μπορεί να είναι ακραίο, δεν είναι όμως εξωτικό. Είναι μάλλον κάτι σαν καρικατούρα που, όπως κάνουν οι γελοιογραφίες, φανερώνει και μεγεθύνει το κουσούρι που κρύβουμε.

Читайте на 123ru.net