Συγκάλυψη
Ο αστυνομικός διευθυντής Ιωάννης Δημητρίου σηκώνεται από την πολυθρόνα του. Σημάδι ότι η ενημέρωση φτάνει στο τέλος της.
«Είναι μια απλή υπόθεση… Πας στο Σκοτεινό και κλείνεις την ιστορία με συνοπτικές διαδικασίες. Ατύχημα … Ή τυχαίος φόνος… Κατανοητό ;»
Ο αστυνόμος Δημήτριος Ιωάννου σηκώνεται με τη σειρά του.
«Κατανοητό, προϊστάμενε».
Το ύφος του δεν δείχνει καθόλου πειστικά το πόσο κατανοητό είναι το θέμα. Αλλά, το ύφος του αστυνομικού διευθυντή δεν αφήνει πολλά περιθώρια για δεύτερες σκέψεις.
«Δεν θέλουμε προβλήματα. Ο δήμαρχος είναι άνθρωπος του κυβερνητικού κόμματος. Εχει πολλούς και ισχυρούς φίλους».
Ο Ιωάννου επιστρέφει στο γραφείο του. Ανάβει τσιγάρο. Στραγγίζει τα υπολείμματα του μισοφαγωμένου γλυκού. Τραβάει τον φάκελο κι αρχίζει τη μελέτη της λακωνικής αναφοράς, που έχει στείλει ο αστυνόμος του Σκοτεινού, ο υπερήλικος Χαράλαμπος Ρέμπος.
«Και πού στον διάολο είναι αυτό το Σκοτεινό;» αναρωτιέται.
***
Το Σκοτεινό είναι μια απομονωμένη κωμόπολη, χτισμένη στις δυο όχθες ενός ποταμού, που διασχίζει ένα επίμηκες φαράγγι. Είναι αποκλεισμένη και από τις δύο πλευρές από δύο ψηλούς λόφους, που κρέμονται πάνω από τα σπίτια σαν άγρυπνοι φύλακες. Ο ήλιος κάνει την εμφάνισή του πίσω από την κορυφή του λόφου Ντάρα κατά τις δώδεκα, και δύο ώρες αργότερα εξαφανίζεται πίσω από τον απέναντι λόφο, που λέγεται Κλάρα. Είναι οι δύο μοναδικές ώρες που το Σκοτεινό έχει φως.
Στην απότομη στροφή, στην είσοδο του Σκοτεινού, ο αστυνόμος Ιωάννου καταβάλλει προσπάθεια να μη χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Αν και το ρολόι του δείχνει τρεις, ένα σκοτεινό πέπλο καλύπτει το Σκοτεινό. Αρχίζει να υποψιάζεται τον λόγο της ονομασίας της κωμόπολης. Ακολουθεί τον στενό, ολισθηρό δρόμο στην άκρη του φαραγγιού. Φτάνει στη μέση περίπου, στο ύψος μιας πέτρινης γέφυρας. Αφήνει το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Περνάει με τα πόδια την τοξοειδή γέφυρα. Βλέπει ένα μικρό μπλε σπίτι. Σύμφωνα με τις οδηγίες, αυτό είναι το αστυνομικό τμήμα.
«Καλώς τον αστυνόμο…»
Ο υπερήλικος Χαράλαμπος Ρέμπος τον υποδέχεται χαμογελώντας.
Ο Ρέμπος αποδεικνύεται λάτρης του Ξένιου Δία. Καφές και κουλουράκια περιμένουν στο γραφείο.
«Διάβασες την αναφορά μου, αστυνόμε;»
Ο Ιωάννου έχει διαβάσει τα ελάχιστα στοιχεία, που περιέχονται στην αναφορά. Υποθέτει ότι ο Ρέμπος έλκει την καταγωγή από τη Λακωνία. Ή έστω τηνΣκωτία. Αποφεύγει να απαντήσει.
«Μπορούμε να πεταχτούμε στο σημείο όπου βρέθηκε το πτώμα;»
Η έκφραση στο πρόσωπο του Ρέμπου προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην απορία και τη δυσαρέσκεια.
«Αν πιστεύεις ότι κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο…»
Ο Ιωάννου σηκώνεται.
«Ναι, έτσι πιστεύω».
***
Το σημείο όπου βρέθηκε νεκρή η Λίζα Μπελέρη, γυναίκα του δημάρχου του Σκοτεινού, είναι λίγα μέτρα από το νεκροταφείο, στην όχθη σχεδόν του ποταμού. Η έρευνα της σκηνής του εγκλήματος κρατάει μία ώρα. Το σκοτάδι αναγκάζει τον Ιωάννου να ψάχνει με τον φακό, σκύβοντας συνεχώς στο χώμα.
Η αποστασιοποιημένη στάση του Ρέμπου τον κάνει να πιστέψει ότι η αρχική έρευνα ήταν μάλλον στοιχειώδης.
«Κάποιος βιάζεται να κλείσει την υπόθεση» συλλογίζεται.
Οταν ολοκληρώνει την επιτόπια έρευνα, η τσάντα που κρατάει φιλοξενεί κάποια ευρήματα.
«Μπορούμε να πηγαίνουμε τώρα».
Πίσω στο μπλε σπίτι, τους περιμένει ένα πρόχειρο γεύμα. Χωριάτικες πίτες. «Σπεσιαλιτέ του χωριού» υπερηφανεύεται ο Ρέμπος.
Συνοδεύει τις πίτες με ντόπιο κόκκινο κρασί. Ο Ιωάννου τρώει τη δική του πίτα αργά. Δεν βάζει γουλιά στο στόμα. Τρώει και καπνίζει ταυτόχρονα.
«Λοιπόν τι λες;» ρωτάει μπουκωμένος ο Ρέμπος.
Ο Ιωάννου κουνάει το κεφάλι.
«Πες μου εσύ, αστυνόμε… Εσύ το είδες πρώτος».
«Τα πράγματα είναι καθαρά. Η γυναίκα ήταν εκεί. Κάποιοι περαστικοί της επιτέθηκαν. Τη σκότωσαν, πήραν τα λεφτά κι εξαφανίστηκαν…»
Βλέπει τον Ιωάννου να παρακολουθεί συνοφρυωμένος.
«Δεν συμφωνείς;»
«Πώς ξέρεις ότι είχε λεφτά μαζί της; Κι αν είχε, γιατί να τη σκοτώσουν για να την κλέψουν; Θα μπορούσαν να πάρουν το χρήμα και να εξαφανιστούν».
Ο Ρέμπος φαίνεται να έχει έτοιμη την εξήγηση.
«Ο άντρας της» χαμηλώνει τη φωνή με σεβασμό «ο δήμαρχος… Αυτός μας είπε ότι η γυναίκα είχε χρήματα πάνω της… Πολλά χρήματα».
«Ποιον λόγο είχε να τριγυρίζει στις ερημιές με τόσο χρήμα πάνω της;» αναρωτιέται ο Ιωάννου.
Ο Ρέμπος συνειδητοποιεί ότι είναι ώρα να καταφύγει στο έσχατο επιχείρημα.
«Ο δήμαρχος είναι στέλεχος του κυβερνητικού κόμματος. Εχει πολλούς και ισχυρούς φίλους» κλείνει το μάτι. «Με πιάνεις;»
Ο Ιωάννου χαμογελάει μελαγχολικά. Θυμάται ότι κάτι παρόμοιο του είχε πει κι ο αστυνομικός διευθυντής όταν του ανέθεσε την υπόθεση.
«Οπότε ό,τι λέει ο δήμαρχος είναι και το σωστό…»
Ο Ρέμπος επιδοκιμάζει χτυπώντας τον ελαφρά στην πλάτη.
«Α, γεια σου, παλικάρι μου…»
Ο Ιωάννου καταλαβαίνει ότι κάποιο σχέδιο εξυφαίνεται γύρω από την υπόθεση. Το θέμα πρέπει να κλείσει γρήγορα και ανώδυνα. Χωρίς πολύ ψάξιμο. Κι αν κάποιοι θέλουν να το κλείσουν με αυτό τον τρόπο, σημαίνει ότι έχουν παίξει οι ίδιοι κάποιον σκοτεινό ρόλο στον θάνατο της γυναίκας του δημάρχου.
***
Ο δήμαρχος φαίνεται να κρύβει καλά τον πόνο από την απώλεια της συζύγου του. Δείχνει αρκετά ψύχραιμος. Δεν γνωρίζει πολλά για τις κινήσεις της μακαρίτισσας.
«Δεν ξέρω για ποιον λόγο βρισκόταν εκεί. Δεν ξέρω γιατί κουβαλούσε μαζί της τόσα χρήματα…»
«Πώς ήταν η σχέση σας;» ρωτάει ο Ιωάννου.
«Πώς είναι η σχέση ενός αγαπημένου ζευγαριού; Φυσιολογική. Με τα χρόνια ο έρωτας γίνεται σεβασμός κι εκτίμηση».
Ο Ιωάννου επιμένει.
«Υπήρχαν τίποτα προβλήματα;»
Ο δήμαρχος τον κοιτάζει επιθετικά.
«Ποτέ. Με τη Λίζα ζούσαμε αρμονικά».
«Εσείς τι νομίζετε ότι έγινε;»
Ο δήμαρχος ανάβει τσιγάρο. Τραβάει μια γενναία ρουφηξιά.
«Κάποιοι περαστικοί της επιτέθηκαν, πήραν τα χρήματα που είχε πάνω της και τη σκότωσαν».
Ακούγεται πολύ σίγουρος για την εκτίμησή του.
«Μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά στο δωμάτιό σας;» ρωτάει ο Ιωάννου.
Μια σκοτεινή σκιά περνάει φευγαλέα από το πρόσωπο του δημάρχου.
«Μάγδα…» φωνάζει.
Μια νεαρή κοπέλα εμφανίζεται αστραπιαία.
«Ο αστυνόμος θέλει να δει το δωμάτιο της κυρίας σου».
Ανεβαίνουν μια εσωτερική σκάλα. Εξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, η Μάγδα γυρίζει στον αστυνόμο.
«Η κυρία κοιμόταν σε χωριστό δωμάτιο» ψιθυρίζει. «Εδώ και πολλά χρόνια».
Η Μάγδα στέκεται στην πόρτα. Ο Ιωάννου αρχίζει να ψάχνει. Πρώτα στο κομοδίνο. Τίποτα. Μετά στην ντουλάπα. Τραβάει στην άκρη τα φορέματα. Πεταμένη στο βάθος μια βαλίτσα. Φαίνεται πρόχειρα κρυμμένη και πρόχειρα κλεισμένη. Τη φέρνει πάνω στο κρεβάτι. Την ανοίγει. Δύο φορέματα, μία εσάρπα, ένα νυχτικό, κάποια εσώρουχα. Και μία κόκκινη μπλούζα με ένα μεγάλο φεγγάρι ζωγραφισμένο πάνω της. Μάλλον μισό φεγγάρι. Η μπλούζα φαίνεται σχισμένη. Ενα μεγάλο κομμάτι λείπει.
Ο Ιωάννου στρέφεται στη Μάγδα.
«Η κυρία σου ήταν έτοιμη να φύγει. Σωστά;»
Την πλησιάζει.
«Είχαν προβλήματα, Μάγδα;»
Η νεαρή βάζει την παλάμη στα χείλη του αστυνόμου. Λες και φοβάται να ακούσει τη συνέχεια.
«Πηγαίνετε στον Συνεταιρισμό των γυναικών του Σκοτεινού. Ζητήστε τη Σοφία…»
***
Ο Συνεταιρισμός γυναικών του Σκοτεινού στεγάζεται σε έναν μεγάλο ορθογώνιο χώρο, στην έξοδο της κωμόπολης. Παράγουν και συσκευάζουν τοπικά προϊόντα. Μαρμελάδες, γλυκά κουταλιού και ζυμαρικά. Η Σοφία είναι μια ψηλή, αδύνατη γυναίκα, γύρω στα σαράντα. Φαίνεται ότι δεν μασάει τα λόγια της.
«Οι περισσότερες γυναίκες που είναι εδώ έχουν υποστεί κακοποίηση από τους άντρες τους, αστυνόμε».
Η δήλωσή της δεν επιδέχεται την παραμικρή αμφιβολία. Δείχνει με το χέρι τρεις – τέσσερις γυναίκες, που δουλεύουν στους πάγκους.
«Εκανα πολύ κόπο να τις πείσω να ξεπεράσουν τον φόβο τους και να έρθουν να δημιουργήσουμε αυτό το στέκι. Εδώ νιώθουν ότι δεν είναι μόνες. Οτι μπορούν να ανήκουν σε μια ομάδα, που να μπορεί να αντισταθεί στην κακοποιητική κουλτούρα του Σκοτεινού».
Ο Ιωάννου κουνάει με κατανόηση το κεφάλι.
«Πόσον καιρό γίνεται αυτό;»
«Εδώ και χρόνια. Από την πρώτη στιγμή που άρχισαν να έρχονται, έβλεπα τα μελανιασμένα πρόσωπά τους. Οταν ρωτούσα τι συμβαίνει, όλες έλεγαν ότι κάπου έπεσαν και χτύπησαν. Φοβόντουσαν ακόμα και να μιλήσουν…»
«Δεν μιλούσε κανείς για αυτά;»
Η Σοφία υψώνει τη φωνή οργισμένη.
«Κανείς, αστυνόμε… Κανείς… Εχεις ακούσει την ομερτά;»
Ανάβει τσιγάρο. Φυσάει ψηλά τον καπνό.
«Η πρώτη που έσπασε τη σιωπή ήταν η Λίζα…»
Ο αστυνόμος δεν μπορεί να κρύψει την έκπληξη του.
«Η γυναίκα του δημάρχου;»
Το μελαγχολικό χαμόγελο της Σοφίας είναι η απάντηση.
«Δεν άντεχε άλλο. Πριν λίγες μέρες, ήρθε κλαίγοντας. Ηταν χτυπημένη άσχημα. Το πρόσωπό της πρησμένο. Η πλάτη της σημαδεμένη. Μου εξομολογήθηκε ότι φοβόταν για τη ζωή της. Τότε πήρε την απόφαση να φύγει».
«Και πού θα πήγαινε ;»
«Δεν ήξερε ούτε η ίδια. Ηθελε σαν τρελή να φύγει από το Σκοτεινό. Θα έβαζε δυο πράγματα σε μια βαλίτσα, θα έπαιρνε λίγα χρήματα, που είχε στην άκρη, και θα εξαφανιζόταν».
Ο αστυνόμος τρίβει νευρικά το μουστάκι του.
«Γιατί δεν πήγαινε να καταγγείλει την κακοποίηση στον αστυνόμο;»
Η Σοφία ξεσπάει σε νευρικό γέλιο.
«Εχεις χιούμορ, αστυνόμε. Εξι γυναίκες έχουν καταγγείλει τους άντρες τους για κακοποίηση. Ο αστυνόμος Ρέμπος υποσχέθηκε να ερευνήσει τις καταγγελίες, αλλά δεν έκανε το παραμικρό. Είναι άνθρωπος του δημάρχου… Και του κόμματος…»
Παίρνει δυο – τρεις βαθιές ανάσες.
«Κάποια στιγμή είπα στον δήμαρχο ότι ξέρω τι συμβαίνει. Του είπα να σταματήσει. Με κοίταξε σαν να ήμουν κάποιο ενοχλητικό ζωύφιο. “Θα κάνω ό,τι θέλω! Η Λίζα μου ανήκει. Είναι κτήμα μου”. Αυτό ακριβώς μου είπε».
Ο Ιωάννου βγάζει από την τσέπη του ένα μεγάλο κομμάτι από κόκκινο ύφασμα. Στην άκρη, ένα μισό φεγγάρι.
«Σου λέει τίποτα αυτό;»
Το ύφος της Σοφίας επιβεβαιώνει ότι κάτι της λέει.
«Είναι από την μπλούζα που της είχα κάνει δώρο πέρυσι στα γενέθλιά της. Πού το βρήκατε;»
Ο αστυνόμος βάζει το κομμάτι από κόκκινο ύφασμα στην τσέπη του. Στο μυαλό του το σενάριο αρχίζει να παίρνει συγκεκριμένη μορφή. Η Λίζα Μπελέρη είχε πραγματικά αποφασίσει να φύγει. Πήρε χρήματα κι έβαλε κάποια ρούχα στη βαλίτσα. Κάποιος όμως δεν ήθελε να φύγει και φρόντισε να ματαιώσει τα σχέδιά της. Τη σκότωσε. Ηθελε να απομακρύνει τη βαλίτσα από τον τόπο του εγκλήματος. Ομως φαίνεται ότι η βαλίτσα άνοιξε κι ο δολοφόνος στη βιασύνη του να βάλει πάλι μέσα τα ρούχα της Λίζας δεν πρόσεξε το κομμάτι της κόκκινης μπλούζας, που σκίστηκε.
***
Ο αστυνόμος Δημήτρης Ιωάννου ολοκληρώνει την ενημέρωση.
«Ολα τα στοιχεία δείχνουν ότι ο δήμαρχος τη σκότωσε. Η γυναίκα ήθελε να φύγει. Εκείνος δεν μπορούσε να το ανεχτεί. Τη θεωρούσε κτήμα του. Και την κακοποιούσε για πολλά χρόνια».
Ο αστυνομικός διευθυντής Ιωάννης Δημητρίου πετάγεται από την πολυθρόνα του, οργισμένος.
«Κόψε τις μαλακίες, και μην κάνεις τον Πουαρώ… Σου είπα ότι τη γυναίκα τη σκότωσαν κάποιοι περαστικοί, που ήθελαν να τη ληστέψουν. Κατάλαβες;»
Ανάβει τσιγάρο. Τραβάει δύο κολλητές τζούρες.
«Ο δήμαρχος είναι στέλεχος του κόμματος, ηλίθιε… Τράβα τώρα στο γραφείο σου και γράψε την αναφορά σου όπως σου λέω…»
Πλησιάζει κοντά του.
«Σκέψου την καριέρα σου. Δεν σου λέω τίποτα άλλο…»
Ο Ιωάννου σκύβει το κεφάλι. Γυρίζει κι απομακρύνεται στον διάδρομο.
***
Στο γραφείο του Ιωάννου, υπάρχουν δύο αναφορές. Το περιεχόμενο είναι το ίδιο. Το μόνο που αλλάζει είναι το τέλος. Στο πρώτο το συμβάν χαρακτηρίζεται ως «δολοφονία με δράστη τον δήμαρχο Μπελέρη». Στο δεύτερο ως «ληστεία μετά φόνου από διερχόμενους περαστικούς».
Ο Ιωάννου καπνίζει συνέχεια. Σιγοπίνει ουίσκι σε ένα πλαστικό ποτήρι. Το μυαλό του δουλεύει σε υψηλές ταχύτητες. Πρέπει να πάρει μια απόφαση.
Η νύχτα προβλέπεται μακράς διαρκείας.
Τελευταίο βιβλίο του Γρηγόρη Αζαριάδη είναι «Η οργάνωση», εκδόσεις Bell 2022