Είναι η νοσταλγία, stupid
Οι τίτλοι είναι καταιγιστικοί όπως συνήθως συμβαίνει όταν η ποπ κουλτούρα ξέρει να δημιουργεί «γεγονός» και να επιβάλλει τους δικούς της κανόνες. Η επανένωση των Oasis, του Νόελ και του Λίαμ Γκάλαχερ, γιορτάζεται από τους απανταχού θαυμαστές, την παλαιά φρουρά, αλλά και τους νεότερους εκπροσώπους της Generation Z. «Ντελίριο», «παροξυσμός» και «φρενίτιδα» μοιάζουν πλέον με ευφημισμούς στην περιγραφή για το κρασάρισμα των ιστοσελίδων που πωλούν τα πολυπόθητα εισιτήρια. Εως και κυβερνητική παρέμβαση υπήρξε, καθώς η υπουργός Πολιτισμού της Βρετανίας Λίζα Νάντι ανέφερε σε ανακοίνωσή της ότι είναι «θλιβερό να βλέπεις υπερβολικά διογκωμένες τιμές που αποκλείουν τους απλούς φίλους του συγκροτήματος» και ότι θέλει να βάλει τέλος στις «καταχρηστικές μεταπωλήσεις» διασφαλίζοντας πως τα εισιτήρια πωλούνται «σε δίκαιες τιμές».
Τι ακριβώς συνέβη και η δημοσιοποίηση μιας επανένωσης προκάλεσε τέτοιο κύμα ενθουσιασμού; Πρώτα απ’ όλα δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε επανένωση. Αλλά για μια ιστορία με σχεδόν αρχαϊκό σενάριο. Δύο αδέλφια που τα χώρισε η ζωή, που έπαιξαν τους ρόλους του Κάιν και του Αβελ, για να φτάσουν τελικά στη συμφιλίωση. Σαν οικογενειακό σενάριο από εκείνα που μπορεί κανείς να ζήσει στον μικρόκοσμό του οπουδήποτε στον πλανήτη Γη. Οι Oasis έγιναν τα αδέλφια του διπλανού δωματίου.
Κι ύστερα είναι η κινητήρια δύναμη που πολλές φορές έχει αναζωογονήσει την ποπ μυθολογία βοηθώντας τα είδωλα να ζήσουν και δεύτερη και τρίτη καριέρα. Λέγεται «νοσταλγία» και δεν γνωρίζει ηλικιακά σύνορα. Νοσταλγία για την britpop νιώθουν σίγουρα όσοι παρακολούθησαν την πορεία του συγκροτήματος από το 1991 έως το 2009, οπότε διαλύθηκε. Δανεισμένη νοσταλγία, όμως, νιώθουν με έναν τρόπο και οι νεότεροι ακροατές που ξέρουν να εντοπίζουν την πηγή ανάμεσα στον σημερινό επικοινωνιακό θόρυβο. To λέει καλύτερα ο Ντον Ντρέιπερ στους «Mad men»: «Η νοσταλγία – είναι ραφινάτη, αλλά ισχυρή… Μια μηχανή του χρόνου που πηγαίνει προς τα πίσω και πάλι μπρος… Μας επιτρέπει να ταξιδέψουμε με τον τρόπο ενός παιδιού – γύρω τριγύρω και πάλι πίσω στο σπίτι. Σε ένα μέρος όπου ξέρουμε ότι μας αγαπάνε».