Ολο και πιο απομονωμένος ο Νετανιάχου
Ηνωμένες Πολιτείες και Βρετανία στρέφονται ανοιχτά κατά του Ισραήλ. Δήλωση του αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται κοντά στην παρουσίαση τελικής πρότασης για συμφωνία απελευθέρωσης των ομήρων που κρατά η Χαμάς αλλά ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου δεν κάνει αρκετά για να εξασφαλίσει μια τέτοια συμφωνία προκάλεσε την αντίδραση του Τελ Αβίβ και την παρέμβαση της Χαμάς. Την ίδια ώρα, το Λονδίνο αποφάσιζε να αναστείλει 30 άδειες εξαγωγής όπλων στο Ισραήλ. Κι όλα αυτά, σε μια στιγμή που η δημόσια οργή για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στο θέμα των ομήρων ξεχειλίζει, βρίσκοντας την έκφρασή της σε μαζικές διαδηλώσεις και τη χθεσινή γενική απεργία που παρέλυσε το Ισραήλ. Εκκληση ενότητας απηύθυνε ο Νετανιάχου, που ζήτησε συγγνώμη από τις οικογένειες των ομήρων που δεν διασώθηκαν, επανέλαβε ότι η Χαμάς θα πληρώσει και επέμεινε στη διατήρηση ελέγχου του διαδρόμου της Φιλαδέλφειας.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος Μπάιντεν επέκρινε τη στάση του ισραηλινού πρωθυπουργού μέσα σε ένα ιδιαιτέρως φορτισμένο κλίμα καθώς οι ισραηλινές δυνάμεις ανέσυραν το Σαββατοκύριακο τις σορούς έξι ομήρων από μια υπόγεια σήραγγα στη Γάζα. Ερωτηθείς αν πιστεύει ότι ο Νετανιάχου κάνει αρκετά για να εξασφαλίσει μια συμφωνία για την απελευθέρωση των ομήρων, απάντησε μονολεκτικά: «Οχι». Σε ερώτηση αν ο ίδιος σχεδιάζει να παρουσιάσει μια τελική συμφωνία για τους ομήρους στις δύο πλευρές αυτή την εβδομάδα, ο Μπάιντεν είπε: «Είμαστε πολύ κοντά σε αυτό» και πρόσθεσε ότι «η ελπίδα πεθαίνει τελευταία», για την προοπτική να πετύχει μια τέτοια συμφωνία. Λίγο αργότερα ακολούθησε συνάντηση του Μπάιντεν και της αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις με τη διαπραγματευτική ομάδα των ΗΠΑ επί των παραμέτρων του σχεδίου συμφωνίας.
Επικίνδυνη δήλωση
Απαντώντας στις δηλώσεις Μπάιντεν, ανώτερες ισραηλινές πηγές δήλωσαν ότι είναι αξιοσημείωτο ότι ο Μπάιντεν πιέζει τον Νετανιάχου για μια συμφωνία για τους ομήρους και όχι τον ηγέτη της Χαμάς, Γιαχίγια Σινουάρ. Χαρακτήρισαν επίσης επικίνδυνη τη δήλωση Μπάιντεν ότι ο ισραηλινός πρωθυπουργός δεν έκανε αρκετά. Ανώτερος αξιωματούχος της Χαμάς, ο Σάμι Αμπού Ζούχρι, δήλωσε από την άλλη πλευρά ότι η κριτική που άσκησε ο αμερικανός πρόεδρος είναι «η αμερικανική αναγνώριση ότι ο Νετανιάχου είναι υπεύθυνος για την υπονόμευση των προσπαθειών για επίτευξη συμφωνίας». Η Χαμάς θα απαντήσει θετικά σε μια πρόταση που θα μπορούσε να εξασφαλίσει μόνιμη κατάπαυση του πυρός και πλήρη αποχώρηση του Ισραήλ από τον παλαιστινιακό θύλακα, πρόσθεσε ο Ζούχρι.
Ενώ όμως η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν βλέπει καμία βάση στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο για την αναστολή των εξαγωγών όπλων στο Ισραήλ, η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι αναστέλλει 30 άδειες εξαγωγής όπλων στο Ισραήλ ύστερα από έλεγχο της νέας κυβέρνησης των Εργατικών που διαπίστωσε «σαφή κίνδυνο» ότι τα βρετανικά όπλα ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν κατά σοβαρή παραβίαση του ανθρωπιστικού δικαίου όσον αφορά τη μεταχείριση των παλαιστινίων κρατουμένων και την προμήθεια βοήθειας στη Γάζα. Η αναστολή θα καλύπτει εξαρτήματα για στρατιωτικά αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένων μαχητικών αεροσκαφών, ελικοπτέρων και drones. Η κίνηση που αφορά το ένα δέκατο των 350 υφιστάμενων αδειών εκτιμάται ότι θα ασκήσει εμμέσως πίεση και στην αμερικανική κυβέρνηση. Απογοήτευση εξέφρασαν ισραηλινοί υπουργοί.
Το σκηνικό πίσω από τον λεκτικό πόλεμο, ήταν μια παραλυμένη χώρα καθώς εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι ανταποκρίθηκαν χθες στο κάλεσμα των συνδικάτων τους για μαζική συμμετοχή στη γενική απεργία προκαλώντας έμφραγμα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Εργατοδικείο αποφάσισε να τερματιστεί η απεργία αναφέροντας ότι επρόκειτο για «πολιτική απεργία» και όχι κινητοποίηση με κάποιο οικονομικό αίτημα. Στο κείμενο της αιτιολόγησης γίνεται αναφορά σε δηλώσεις του επικεφαλής του μεγαλύτερου συνδικάτου Χισταντρούτ, Αρνον Μπαρ-Νταβίντ, πως «δεν μπορούμε να μείνουμε με σταυρωμένα τα χέρια ενώ τα παιδιά μας δολοφονούνται στις σήραγγες της Γάζας». Ο ισραηλινός γενικός εισαγγελέας, με αίτημα του ακροδεξιού υπουργού Οικονομικών Μπεζαλέλ Σμότριτς, είχε προσφύγει στο εργατοδικείο, υποστηρίζοντας πως το κίνητρο της απεργίας ήταν πολιτικής τάξης και δεν αφορούσε μια εργασιακή διαφορά.