Πλύστρες και πλυντήρια
Η περιφρόνηση προς όσους δεν μπορούν να σταθούν στο ύψος της δεν προξενεί εντύπωση. Είναι μια στάση συμβατή με το ύφος και την προσωπικότητα της κυρίας Ελενας Ακρίτα, όπως εκφράζεται τουλάχιστον μέσα από τις δημόσιες παρεμβάσεις της στα σόσιαλ. Προφανώς αισθάνεται ανώτερη από τον παροιμιώδη «γιο της πλύστρας», δεν περιμέναμε τη σχετική ανάρτησή της για να το καταλάβουμε. Το εντυπωσιακό, κατά τη γνώμη μου, είναι ο αρχαϊσμός (ακούσιος ή εκούσιος, δεν το ξέρω) της διατύπωσής της. Υπάρχουν πουθενά σήμερα πλύστρες; Ποιος ξέρει τι ήταν οι πλύστρες; Πού τις θυμήθηκε η κυρία Ακρίτα;
Μια σύντομη πραγματολογική ανάλυση, επομένως, είναι απαραίτητη. Τις πλύστρες δεν τις κατάργησε ο σοσιαλισμός, αλλά το σύστημα της πολιτικής ενότητας που ονομάζουμε Δύση και το οποίο βασίζεται στην, όχι πάντα εύκολη, ισορροπία της ελεύθερης οικονομίας με τη δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό. Η επιτυχία αυτού του συστήματος, τόσο στην παραγωγή πλούτου όσο και στην κατανομή του, αντικατέστησε τις πλύστρες με τα πλυντήρια και, επιπλέον, χάρη στην ανάπτυξη έδωσε την ευκαιρία στις πλύστρες και τους απογόνους τους να γίνουν μέση τάξη.
Αν μάλιστα θέσουμε το ζήτημα της πλύστρας με όρους αντιπαλότητας Δεξιάς και Αριστεράς, μπορούμε να δούμε το πλυντήριο ως το σύμβολο της νίκης του ελεύθερου κόσμου στον Ψυχρό Πόλεμο. Αν η Δύση επικράτησε ήταν επειδή μπορούσε να αυξάνει τη στρατιωτική πίεση στους Σοβιετικούς και, συγχρόνως, να παράγει ευημερία για τους πολίτες της. Αντιστοίχως, η αιτία της κατάρρευσης της Σοβιετίας εντοπίζεται στην αδυναμία του οικονομικού συστήματός της να ανταποκριθεί στον ανταγωνισμό, αδυναμία που την υποχρέωνε να κατευθύνει όλους τους πόρους στον στρατιωτικό τομέα της οικονομίας εις βάρος του βιοτικού επιπέδου. Υπό το πρίσμα αυτό, λοιπόν, το πλυντήριο κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο! Γιατί όχι; Μπορεί ο Λένιν να μην είπε ποτέ την εξυπνάδα για τον γιο της πλύστρας και τους χορτασμένους, πάντως τον κόσμο που δημιούργησε ο Λένιν τον νίκησε ένα πλυντήριο.
Αλλά ακόμη και αν πάρουμε την επίμαχη δήλωση της κ. Ακρίτα ως ένα παλιοκαιρίτικο στερεότυπο, που μπορεί σήμερα να θεωρείται προσβλητικό, αλλά δεν παύει να εκφράζει μια αλήθεια, έρχεται η πραγματικότητα να διαψεύσει την ισχύ αυτής της αλήθειας, τουλάχιστον ως προς το δεύτερο σκέλος της. Δεν ξέρω για τον γιο της πλύστρας, αλλά τα περί χορτασμένων, που υποτίθεται δεν πρέπει να τους φοβόμαστε επειδή είναι χορτασμένοι, έρχεται να τα διαψεύσει η κυρία Ολγα Κεφαλογιάννη με τα χαλιά των 18.000 ευρώ για το υπουργικό γραφείο. Κατόπιν αυτού, κάθε σχετική συζήτηση περιττεύει…
Να μείνουμε όμως στα περσικά χαλιά του υπουργικού γραφείου, διότι εδώ εγείρεται ένα παράπλευρο ζήτημα, που αφορά την αξιοποίηση της συγκεκριμένης επένδυσης του Δημοσίου – διότι, αν κατάλαβα καλά, ως τέτοια την παρουσιάζει η υπουργός Τουρισμού στην απάντησή της. Δεν θα διαφωνήσω με αυτή την προσέγγιση. Οι χώροι υποδοχής υψηλών προσκεκλημένων του κράτους πρέπει να είναι καλαίσθητοι και άψογοι. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η ιδιαίτερη μεταχείριση θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή από εκείνους που την απολαμβάνουν, διαφορετικά αναλώνεται άσκοπα. Στον επισκέπτη, όσο υψηλός και αν είναι, δεν νομίζω ότι θα κάνει μεγάλη διαφορετικά αν πατάει σε μοκέτα ή σε περσικό χαλί. Επομένως, για να πιάσει τόπο η επένδυση, θα πρέπει ο επισκέπτης να ξέρει πού πατάει. Για τον λόγο αυτόν, προτείνω να τοποθετηθεί σε ευδιάκριτο σημείο μπρούντζινη πλακέτα, που θα ενημερώνει σε τέσσερις γλώσσες τον επισκέπτη ότι πατάει σε χαλιά των 18.000 ευρώ.
Ως συνήθως, όμως, η λύση ενός προβλήματος αμέσως δημιουργεί άλλα, καινούργια προβλήματα, που κανείς δεν είχε προβλέψει. Διότι δεν μπορείς να υποδέχεσαι κάποιον σε χώρο με περσικά χαλιά, αλλά να του σερβίρεις τον καφέ σε σκεύη από το ΙΚΕΑ! Γίνεται; Επομένως, η επένδυση πρέπει να επεκταθεί και σε ένα πλήρες σετ τσαγιού από ασήμι. Φαντάζομαι ότι θα χρειάζονται και άλλες παρόμοιες παρεμβάσεις στον χώρο, έχω εμπιστοσύνη όμως στην υπουργό. Θα κάνει τα δέοντα…