«Δεν είχα σφυγμό, ήταν σαν να είχα πεθάνει»
Σήμερα είναι η μέρα του: ένας κινηματογραφικός μύθος αφηγείται σε πρώτο ενικό τα πρώτα βήματα στη Λεωφόρο της Δόξας. Το «Sonny boy» (εκδ. Penguin Random House) είναι η προσωπική κατάθεση ενός από τους σημαντικότερους αντιήρωες της δεκαετίας του 1970 και από τους μεγαλύτερους σταρ της εποχής μας. Ηδη από τις συνεντεύξεις του, όπως στους «New York Times», αλλά και από προδημοσιεύσεις όπως στον «New Yorker» διαβάζουμε λεπτομέρειες για σταθμούς της διαδρομής του από τα στενά του Μπρονξ έως τη βιομηχανία του θεάματος και το Οσκαρ (για το «Αρωμα γυναίκας» σε σκηνοθεσία Μάρτιν Μπρεστ το 1992), αλλά και αθέατες όψεις μιας δύναμης της υποκριτικής.
Κοντά στον θάνατο
Κοντά στην επιθανάτια εμπειρία φαίνεται πως έφτασε ο ηθοποιός, όπως αποκάλυψε πρόσφατα σε συνεντεύξεις του τόσο στους «New York Times» όσο και στο «People». Εκεί αναφέρεται στην περίοδο κατά την οποία νόσησε από κορωνοϊό, σημειώνοντας μεταξύ άλλων πως το 2020 έφτασε κοντά στον θάνατο καθώς «δεν είχε σφυγμό» για αρκετά λεπτά. «Είπαν ότι ο σφυγμός μου είχε εξαφανιστεί. Ηταν σαν να ήμουν εδώ και ξαφνικά να μην είμαι. Σκέφτηκα “αυτό είναι, δεν έχεις ούτε τις αναμνήσεις σου. Δεν έχεις τίποτα”», ανέφερε στην αμερικανική εφημερίδα. Στη συνέχεια ανέφερε πως δεν ένιωθε πολύ καλά και είχε πυρετό αλλά και αφυδάτωση, πριν χάσει τις αισθήσεις του. «Καθόμουν στο σπίτι και ξαφνικά ήταν σαν να είχα πεθάνει. Ετσι απλά, δεν υπήρχε σφυγμός», συμπλήρωσε.
Οπως περιγράφει, όταν ξύπνησε, είδε μία ομάδα γιατρών στο σαλόνι του. «Ηταν σοκαριστικό να ξυπνήσω βλέποντάς το. Ολοι ήταν γύρω μου και είπαν “Επέστρεψε, είναι μαζί μας”. Νόμιζα ότι είχα πεθάνει. Ισως όμως και όχι, δεν νομίζω ότι πέθανα. Ολοι πίστεψαν ότι ήμουν νεκρός, πώς θα μπορούσα όμως να είμαι νεκρός; Απλώς λιποθύμησα» συμπλήρωσε, τονίζοντας στους «New York Times» ότι δεν είδε κάποιο «λευκό φως» και ότι «δεν υπάρχει τίποτα εκεί μετά τον θάνατο», όμως όλο αυτό τον έκανε να σκεφτεί βαθύτερα.
To παρατσούκλι
Η μητέρα του, Ρόζι, εργαζόταν σε εργοστάσια του Νότιου Μπρονξ. Οταν επέστρεφε στο διαμέρισμα, ο Αλ ήταν η μόνη συντροφιά, καθώς είχε χωρίσει νωρίς από τον σύζυγό της Σαλβατόρε. Οταν ο Αλ ήταν τριών ή τεσσάρων ετών η Ρόζι τον πήγε πρώτη φορά στον κινηματογράφο. Οπως εξομολογείται ο ίδιος στον «New Yorker», καθώς επέστρεφε στο σπίτι έφερνε ξανά στο μυαλό του τους χαρακτήρες που έβλεπε στις ταινίες και τους «έδινε ξανά ζωή» με τη φαντασία του. Για τη μητέρα του, από την άλλη, ήταν μια ευκαιρία να περάσει λίγο προσωπικό χρόνο με τον Sonny boy – αυτό ήταν το παρατσούκλι που έδωσε στον γιο της, και εκείνος με τη σειρά του το χρησιμοποίησε ως τίτλο στα απομνημονεύματά του.
Η απόπειρα αυτοκτονίας της μητέρας του
Ο Πατσίνο δεν είχε ιδέα για την κατάσταση της χωρισμένης μητέρας του, αλλά κατάλαβε πολλά σε ηλικία έξι ετών. Ηταν η στιγμή που τον ετοίμαζε για να βγει έξω να παίξει και έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του. «Την είδα που έκλαιγε» αναφέρει, σύμφωνα με τον «New Yorker». Υστερα από μία ώρα στον δρόμο, ο Αλ και οι φίλοι του παρατήρησαν πλήθος κόσμου να σπεύδει έξω από το διαμέρισμα του παππού και της γιαγιάς, όπου έμεναν. Υστερα είδε το φορείο με τη μητέρα του λίγο πριν μπει στο ασθενοφόρο. Είχε μόλις διαπράξει απόπειρα αυτοκτονίας. Την επόμενη φορά που έτρεξε στο διαμέρισμα βλέποντας τον παππού και τη γιαγιά του να κλαίνε, εκείνος ήταν 22 ετών – και ήταν ήδη αργά. Η μητέρα του είχε πνιγεί καταπίνοντας μια υπερβολική δόση βαρβιτουρικών.
Καφές και βιβλία
Μετά τα 18 έμεινε μόνος στο διαμέρισμα του Μπρονξ και έπιασε δουλειά σε γραφείο μετακομίσεων για γραφεία και σπίτια. Στον ελεύθερο χρόνο του ήταν δεινός αναγνώστης – της «Κινητής Γιορτής» του Χέμινγουεϊ, μεταξύ άλλων – σε ένα από τα καφέ της αλυσίδας «Automat», τα οποία λειτουργούσαν με αυτόματους πωλητές, χωρίς γκαρσόνια. Το πρωί ο Πατσίνο έφτιαχνε καφέ και για τις επόμενες πέντε ώρες έμενε εκεί διαβάζοντας βιβλία. Οπως αναφέρει ο ίδιος, αργά τη νύχτα, όταν οι δρόμοι του Μανχάταν άδειαζαν, έβγαινε για να απαγγείλει τους περίφημους μονολόγους των σαιξπηρικών έργων. Δίπλα σε εργοστάσια, στην άκρη της πόλης, εκεί όπου δεν περπατούσε κανένας άλλος. Θα του έμεναν στη μνήμη ιδιαίτερα οι μονόλογοι του Αμλετ – «εκεί που περιγράφει τον εαυτό του ως άθλιο δούλο» -, τους οποίους και θα πρότεινε σε διάφορες μελλοντικές οντισιόν.