Με τη Γαλλία ή την Ιταλία;
Τα προβλήματα στον περίγυρό μας πολλαπλασιάζονται. Οσα συμβαίνουν τελευταία στη Γαλλία κυρίως, αλλά και στη Γερμανία, είναι ενδεικτικά και πρέπει να μας προβληματίσουν. Για την ώρα, δεν μας παρασύρουν μαζί τους προς τα κάτω, αλλά επιβραδύνουν την πορεία που θα είχαμε κανονικά. Ενδεχομένως να επηρεαζόμασταν περισσότερο, αν δεν είχαμε κάτι πρωτοφανές τις τελευταίες δεκαετίες: πολιτική σταθερότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το ερώτημα είναι για πόσο θα κρατήσει.
Στην πραγματικότητα πρέπει να απευθύνουμε στους εαυτούς μας το ερώτημα αν είμαστε πιο κοντά στο γαλλικό πολιτικό κλίμα της μηδενικής συναίνεσης, όπως εμφανίζεται εδώ και καιρό, ή στο ιταλικό πολιτικό κλίμα, όπου μέσα από τις αντιθέσεις τους έχουν καταφέρει να συνεννοηθούν, να κρατήσουν όρθια την οικονομία τους και μέσω εθνικών πρωταθλητών όπως η UniCredit να χτυπήσουν προς εξαγορά ακόμα και τράπεζες στη Γερμανία.
Αυτή τη διαφορά μεταξύ των χωρών που λύνουν με πολιτική συνεννόηση τα προβλήματά τους, και των άλλων που δεν τα καταφέρνουν, θύμισε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο Λονδίνο, αναφέροντας το παράδειγμα της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας που έλυσαν τα προβλήματά τους πολύ νωρίτερα από την Ελλάδα και πήγαν καλύτερα. Μίλησε ανοιχτά για την ελληνική αδυναμία να διαμορφωθεί η απαραίτητη συναίνεση για τον εκσυγχρονισμό της χώρας, η οποία μας οδήγησε στο να υποφέρουμε άσκοπα πολύ παραπάνω κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Μη γελιόμαστε, η απάντηση είναι εύκολη και σήμερα. Πιστεύει κανείς ότι οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα θα λειτουργούσαν διαφορετικά από ό,τι στη Γαλλία τους τελευταίους μήνες; Υπάρχει περίπτωση η επιχειρηματική ελίτ και οι βασικοί πόλοι εξουσίας, διαφορετικών πολιτικών αποχρώσεων, να συνεννοηθούν όπως συμβαίνει εδώ και μία διετία στην Ιταλία; Προσέξτε, μιλάμε για μια χώρα με το μεγαλύτερο σε απόλυτα μεγέθη χρέος στην ευρωζώνη, που δανείζεται εδώ και μία διετία με επιτόκιο υψηλότερο εκείνου της Ελλάδας και δεν έχει ανοίξει ρουθούνι.
Δείτε τι έγινε εδώ στην Ελλάδα για ένα θέμα, με τη συζήτηση για τον έκτακτο φόρο στις τράπεζες. Επί πολλές εβδομάδες η κυβέρνηση άφηνε να διαρρέει ότι κάτι ετοιμάζει στο μέτωπο αυτό και ξεκάθαρα ζύγιζε την κοινή γνώμη, αναζητώντας ξεκάθαρα επικοινωνιακά και μόνο οφέλη. Αποφάσισε τελικά να κάνει πίσω μόλις τις τελευταίες μέρες όταν κατάλαβε το προφανές, ότι θα κάνει μεγάλη ζημιά στο οικονομικό κλίμα που η ίδια έχει βελτιώσει και θα πλήξει με βάναυσο τρόπο την όποια επενδυτική αξιοπιστία την οποία η ίδια έχει αποκαταστήσει σε έναν βαθμό. Το ακόμα πιο ενδιαφέρον όμως είναι τι έγινε την επόμενη ημέρα της ξεκάθαρης διάψευσης του Πρωθυπουργού. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης, έφερε δική του τροπολογία με το ίδιο περιεχόμενο το οποίο είχε απορρίψει η κυβέρνηση, προτείνοντας την έκτακτη φορολόγηση των τραπεζών. Προτείνοντας επί της ουσίας μια «τρύπα στο νερό», καθώς τα κέρδη των τραπεζών είναι «υποχρεωμένα» να καίνε φόρο, για πολλά χρόνια, ως αντάλλαγμα για την τελευταία ανακεφαλαιοποίησή τους το 2016. Χωρίς κέρδη, φόρο δεν μπορούν να συμψηφίσουν, και χωρίς αυτόν τον συμψηφισμό, δεν μπορούν να «καθαρίσουν» τα κεφάλαιά τους.
Φανταστείτε το πιο απλό, να ήταν υποχρεωμένες οι βασικές πολιτικές δυνάμεις να συνεννοηθούν για το συγκεκριμένο θέμα ως προϋπόθεση για να προχωρήσει η χώρα. Τι πιθανότητες δίνατε να το χειριστούμε ως Γαλλία ή ως Ιταλία;