«Annus horribilis» το 2024 για τη Γαλλία
Ο Φρανσουά Μπαϊρού έκανε αυτό που υποσχέθηκε: έπειτα από δέκα ημέρες διαπραγματεύσεων, συγκρότησε κυβέρνηση πριν από τα Χριστούγεννα.
Ομως ο κεντρώος πολιτικός που διαβεβαίωνε από καιρό πως θα μπορούσε να βάλει χριστιανοδημοκράτες, σοσιαλδημοκράτες και προοδευτικούς φιλελεύθερους να δουλέψουν χέρι – χέρι, δεν κατάφερε να πείσει τους Σοσιαλιστές να συμμετάσχουν, που σημαίνει πως δεν κατάφερε να διευρύνει τη βάση στην οποία θα στηριχθεί προκειμένου να εξασφαλίσει πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση.
Η ομάδα που ανακοίνωσε τη Δευτέρα έχει μεν κάποιες διαφορές από εκείνη του Μισέλ Μπαρνιέ που προηγήθηκε, μοιάζει να κινδυνεύει ωστόσο εξίσου από μια πρόταση μομφής. Μένει βέβαια να ακούσουμε και τις προγραμματικές δηλώσεις του νέου πρωθυπουργού, στις 14 Ιανουαρίου.
Σε ό,τι αφορά όμως τη χρονιά που κλείνει για τη Γαλλία, δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς με την εκτίμηση της Σολέν ντε Ρουαγιέ στη «Monde» πως θα μείνει στην ιστορία ως ένα annus horribilis, από τα χειρότερα της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας.
Στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του προς τους Γάλλους, στις 31 Δεκεμβρίου του 2023, ο Εμανουέλ Μακρόν είχε διαβεβαιώσει πως το 2024 θα ήταν «η χρονιά της αποφασιστικότητας, της αποτελεσματικότητας και των αποτελεσμάτων».
Εναν χρόνο αργότερα, ωστόσο, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Παρισιού και η αποκατάσταση της Νοτρ Νταμ μοιάζουν με δύο ακροπόλεις που δεσπόζουν σε ερείπια.
Η Γαλλία άλλαξε μέσα σε έναν χρόνο τέσσερις κυβερνήσεις, γεγονός πρωτοφανές μετά το 1934, πέρασε εβδομάδες με υπηρεσιακές κυβερνήσεις, άφησε νόμους τελματωμένους στην Εθνοσυνέλευση και εισέρχεται στο 2025 χωρίς προϋπολογισμό, μόνο με έναν «ειδικό νόμο» που μετά βίας αρκεί.
Η αιφνιδιαστική απόφαση του Μακρόν να προκηρύξει πρόωρες κοινοβουλευτικές εκλογές τη βραδιά των ευρωεκλογών, λόγω της νίκης της Ακροδεξιάς, όχι μόνο απέτυχε να εξασφαλίσει την «αποσαφήνιση» που ήθελε αλλά οδήγησε τη Γαλλία σε ένα πολιτικό, θεσμικό και δημοσιονομικό αδιέξοδο, με έναν αποδυναμωμένο πρόεδρο, ο οποίος βλέπει τις αξιώσεις για παραίτησή του να πολλαπλασιάζονται, μία παραλυμένη, κομμένη στα τρία, Εθνοσυνέλευση, κι έναν πρωθυπουργό υπό προθεσμία.
Δεν είναι τυχαίο που αρκετοί αναρωτιούνται ανοιχτά μήπως το Σύνταγμα της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας, που επαινούνταν άλλοτε για την πλαστικότητα και την ευελιξία και κυρίως τη σταθερότητα που επέτρεπε, είναι πια παρωχημένο.
Το 2025 θα είναι κρίσιμο για τη Γαλλία, πιθανότατα θα περιέχει νέες κοινοβουλευτικές εκλογές, έναν χρόνο (τουλάχιστον) μετά τις προηγούμενες, ίσως να έχει και προεδρικές εκλογές, με την ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν να καραδοκεί.
Ο Μπαϊρού, βέβαια, θεωρεί πως κατάφερε να φτιάξει μία «έμπειρη ομάδα ικανή να συμφιλιώσει και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη με όλο τον γαλλικό λαό».
Πράγματι, η κυβέρνησή του περιλαμβάνει πολύ βαρύτερα ονόματα, ανάμεσά τους και δύο πρώην πρωθυπουργών, του Μανουέλ Βαλς και της Ελιζαμπέτ Μπορν, από εκείνη του Μπαρνιέ, κατά τα λοιπά, ωστόσο, «γέρνει» εξίσου προς τα (κεντρο)δεξιά.
Τόσο ο Βαλς, πρώην πρωθυπουργός του Φρανσουά Ολάντ, όσο και ο Φρανσουά Ρεμπσαμάν, πρώην υπουργός Εργασίας του τελευταίου σοσιαλιστή προέδρου, έχουν απομακρυνθεί καιρό από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, και ο νέος υπουργός Οικονομικών, o Ερίκ Λομπάρ, είναι ένας τραπεζίτης που δηλώνει «αριστερός».
Μένουν λοιπόν 13 υπουργοί από τη Rennaissance, το κόμμα του Μακρόν, δύο από το MoDem, το κόμμα του Μπαϊρού, δύο από το Horizons, το κόμμα του πρώην πρωθυπουργού Εντουάρ Φιλίπ, και επτά από τους Ρεπουμπλικανούς, ανάμεσά τους και δύο διαβόητα «σκληροί», ο Μπρουνό Ρεταγιό, που παραμένει υπουργός Εσωτερικών, και ο Ζεράλντ Νταρμανάν, ο πρώην υπουργός Εσωτερικών που αναλαμβάνει τώρα το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Ο Μπαρνιέ ελπίζει πως το πολιτικό κόστος μίας νέας πρότασης μομφής θα είναι υπερβολικά υψηλό για τα αντιπολιτευόμενα κόμματα. Οπως λέει όμως χαρακτηριστικά ο πολιτολόγος Μπενζαμάν Μορέλ, «το να ποντάρεις στην κοινή γνώμη εναντίον της Εθνοσυνέλευσης είναι καταδικασμένο».