World News in Greek

«Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που έπλασα» – Ο κορυφαίος τραγουδοποιός αποκαλύπτει τον αγαπημένο Νιόνιο

Ta Nea 

Το ομολογεί ο ίδιος, οπότε «αμαρτία» ομολογημένη γίνεται κτήμα κοινό: αυτό που λέμε «Σαββόπουλος» δεν υπάρχει. Με δικά του λόγια: «Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια. Ο τύπος με τα στρογγυλά γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες».

Κι εμείς, που ψάχναμε πάντοτε έναν Σαββόπουλο αληθινό; Αυτή είναι η δική μας «αμαρτία»: που μπαινοβγαίναμε στην προσωπική μυθολογία του τραγουδοποιού σαν να επρόκειτο για θέσφατο.

Ο Σαββόπουλος δεν ήταν εντέλει αληθινός – και ευτυχώς. Αληθινό ήταν το πολλαπλό του είδωλο. Τα προσωπεία με τα οποία υπερασπίστηκε από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τις μέρες μας μια τέχνη από λόγια, μελωδίες και στοιχεία μυθικά.

Ο τραγουδοποιός ήταν πάντα εκεί όταν έπρεπε: στην αρχή της διαδρομής με μια νεανική ορμή που πάσχιζε να διώξει απ’ τον κόσμο την καταγωγική αδικία. Στο κριτικό βλέμμα για μια γενιά που λοξοδρομούσε ανάμεσα στην απύλωτη επιθυμία και τα μπλοκ επιταγών χάνοντας την ικανότητα να αγαπά. Στο πένθος για την άλλη Αριστερά και στην αγωνία αυτού του τόπου για ζωή.

Ηταν εκεί όταν έπρεπε να πάρει θέση ενδεχομένως και εις βάρος της ανεξίθρησκης καλλιτεχνικής του φύσης. Τον είπαν σαμάνο χωρίς τη θέλησή του, τον διαφήμισαν – ή δυσφήμησαν – σαν ταξικό γκουρού χωρίς τη συνενοχή του. Αλλά ήταν εκεί και για το μεγαλύτερο μάθημα προς τους επιγόνους του, οι οποίοι λαχταρούσαν τη γλώσσα του τραγουδιού ελευθεριακή, εύπλαστη και ευρηματική – όχι άλλες «γλώσσες στραγγαλίστριες» και νάιλον ελαφρολαϊκά.

Ηταν εκεί για να αντλήσει από τις κοίτες ενός τοπίου μυστικού φωνές και ήχους με καταγωγή μεταφέροντάς τους σαν καλός αγωγός στον σύγχρονο ρυθμό. Και ροκ και ανατολίτης, και κανταδόρος και ρεμπέτης.

Οπως και πάλι θα έλεγε ο ίδιος: «Να γίνουμε μοντέρνοι χωρίς να χάσουμε την ψυχή μας». Να κρατήσουμε το μάθημα του Τσιτσάνη, που συνέθετε αρμονίες από την Ανατολή και τη Δύση, και του Χατζιδάκι που αντιστεκόταν στη χυδαιότητα και τον λαϊκισμό μέσα από το μουσικό ήθος. Για όποιον είχε ευήκοα ώτα, ο Σαββόπουλος ήταν ένα μάθημα ποίησης εν εξελίξει.

Στη συνέχεια, δημοσιεύουμε με την άδεια του Δ. Σαββόπουλου και των εκδόσεων Πατάκη αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (ο στίχος από τις «Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου» του εξαιρετικού «Χρονοποιού», που οφείλουμε να ξαναθυμόμαστε πού και πού), το οποίο αναμένεται στις 9 Ιανουαρίου.

Αποφώνηση με δικά του λόγια: «Είναι ένα βιβλίο στο οποίο ο Σαββόπουλος αποκαλύπτει τον Νιόνιο, σαν να του ψιθυρίζει “δώσ’ μου τα λόγια επιτέλους να μην είμαι μοναχός”».

«Το σάλπισμα της γιορτής»

Αυτό που λέμε «Σαββόπουλος» δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος, είναι ένας ρόλος που έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια. Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στην σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο «Σάββο» όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Ενώ εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.

Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα’ θελα να δω, πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος.

Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ‘χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει.

Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ενα παιχνίδι είναι. Ενα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό.

Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο. Αυτόν ντύνεται.

Η ανακάλυψη του Βασίλη Τσιτσάνη

Νομίζω ὅτι ἡ μουσική μας βάση, ὄχι μόνον ἡ δική μου ἀλλά καί τῶν συνομήλικών μου ἀκροατῶν καί ὁμοτέχνων, εἶναι τό ρεπερτόριο τοῦ ραδιοφώνου τῆς δεκαετίας ’45’55. Τί ἔπαιζε τό ραδιόφωνο τότε; Ἀποσπάσματα ἀπό ὀπερέτες, τόσο ἐξεζητημένες στόν κοσμοπολιτισμό τους, σάν μικρά κοριτσάκια πού φοροῦν τίς γόβες τῆς μαμᾶς καί βολτάρουν ὅλο νάζι στό χώλ. Ἐπίσης ἀρχοντορεμπέτικα τοῦ Μου ζάκη καί τοῦ Σουγιούλ καί πολλά τραγούδια φυγῆς, ἔτσι πού ‘ταν τότε ἡ Ἑλλάδα: «Πᾶμε στό ἄγνωστο μέ βάρκα τήν ἐλπίδα», «Θά σέ πάρω νά φύγουμε»,

«Βίρα τίς ἄγκυρες» κτλ. Δημοτικά τραγούδια βέ βαια, ὕμνους τῆς ἐκκλησίας τήν Κυριακή, καί ὅσο κι ἄν φαίνεται παράξενο, ρεμπέτικα στήν ἐκπομπή «Τί ζητοῦν οἱ στρατευμένοι μας» τοῦ σταθμοῦ τῶν Ἐνό πλων Δυνάμεων. Κανονικά, τά ρεμπέτικα ἦταν ἀπα γορευμένα, ἀλλά τά παιδιά πού ὑπηρετοῦσαν στόν κυβερνητικό στρατό μές στόν Ἐμφύλιο ζητοῦσαν νά ἀφιερώσουν τέτοια τραγούδια στίς ἀρραβωνιαστικιές τους, καί ὁ σταθμός κατ’ ἐξαίρεσιν τούς ἔκανε τό χα τίρι. Ἔτσι πρωτοακούσαμε αὐτό τό ἀριστούργημα τοῦ Τσιτσάνη, τήν «Ἀρχόντισσα»:

Κουράστηκα γιά νά σέ ἀποκτήσω, Ἀρχόντισσά μου, μάγισσα τρελή, Σάν θαλασσοδαρμένος μές στό κύμα

Παρηγοριά ζητοῦσα ὁ δόλιος στή ζωή.

Καμαρώνει πού τήν κατέκτησε. Παρακάτω ὅμως βλέπει πόσο ἀχάριστη στάθηκε ἀπέναντι σέ τόσους καί τόσους πού, ἐνῶ τά ‘δωσαν ὅλα, δέν ἀξιώθηκαν τίποτα ἀπό αὐτήν. Πολλοί ἔχασαν τή ζωή τους ἐξαι τίας της…

Πόσες καρδοῦλες ἔχουν μαραζώσει Καί ξέγραψαν γιά πάντα τή ζωή,

Μπροστά στά ἀρχοντικά σου τά στολίδια Σκλαβώθηκαν γιά σένα ξένοι καί Ρωμιοί.

Αὐτά δέν εἶναι λόγια γιά γυναίκα, αὐτά τά λόγια ἀπευθύνονται στή Μούσα. Ἡ «Ἀρχόντισσα» εἶναι μιά ὠδή στή Μούσα. Εἴχαμε αἰῶνες νά ἀκούσουμε κάτι τέτοιο. Τό τραγουδοῦσαν ὁ ἴδιος ὁ Βασίλης Τσιτσάνης μέ τόν Ἀντώνη Ρεπάνη πάνω σέ μιά ἀργή, ὅλο ἀνάταση μελωδία, πού τονίζεται πάντα στήν ἄρ ση τοῦ μέτρου, πάνω στήν ἐκπνοή του, ἔτσι πού αἰ σθάνεσαι αὐτό τό λαχάνιασμα τοῦ τραγουδιοῦ σάν ἄθλημα γιά τήν κατάκτηση τῆς Μούσας.

«Μου πετούσαν δεκάρες στη σκηνή»

Ξαναβγῆκα στή σκηνή τό ’88, στό Κούρεμα, ξυρισμένος καί κουρεμένος μέ τήν ψιλή, σάν τιμωρημένος, σάν προετοιμασμένος γιά διαπόμπευση. Ἀλλά ἡ διαπόμπευση ἦρθε πράγματι τόσο σκληρή πού οὔτε κάν τό φανταζόμουν. Μέ τό Κούρεμα ἔκανα στροφή πρός τή Δεξιά, μπαϊλντισμένος μέ τόν ψευτοπροοδευτισμό τῆς ἐποχῆς καί τήν ἀλαζονεία του. Ἦταν ἕνας προοδευτισμός νεφελώδης, ἀντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης κι ἐντελῶς ἀντιπνευματικός. Δυστυχῶς, ἡ Ἀριστερά ἀφέθηκε νά παρασυρθεῖ ἀπό ἐκεῖνον τόν φτηνιάρικο προοδευτισμό. Παλιοί ἀριστεροί πού, δικαιολογημένα, μισοῦσαν τή Δεξιά, ἐπειδή κάποτε τούς ταπείνωσε καί τούς ἀνάγκασε νά ὑπογράψουν δηλώσεις μετανοίας, ἀλλά καί δέν τούς ἔφυγε ποτέ καί ὁ ἀνομολόγητος θυμός γιά τήν ἴδια τους τήν Ἀριστερά πού τούς ἔμπλεξε τότε, μόλις ξεπετάχθηκε τό ΠΑΣΟΚ, μετακόμισαν σύσσωμοι. Τό ΠΑΣΟΚ ἔγινε τό καταφύγιο κάθε πληγωμένου ἐγωισμοῦ. Ἄσε δέ τόν λαϊκισμό του. Ἦταν τόσο ἀκαταμάχητος, πού ἐπηρέασε βλαπτικά ὅλο τό πολιτικό σύστημα, ὅλα τά κόμματα σχεδόν. Πολύς φανατισμός.

Τόν κωλοελληνισμό, πού εἶναι ἡ βαριά κληρονομιά ὅλων μας, τόν κρατοῦμε λίγο πολύ ὑπό ἔλεγχο. Ἀλλά ὅταν ξεσπάει συλλογικά, δέν ξέρεις ποῦ νά κρυφτεῖς. Παύει νά ἔχει σημασία ἄν εἴμαστε δεξιοί ἤ ἀριστεροί, καί γινόμαστε ἕνας συρφετός ἀπό ἀνθρώπους φθονερούς καί λυσσασμένους γιά ἐξουσία. Μοῦ πετοῦσαν δεκάρες στή σκηνή, φώναζαν «αἶσχος», ἀποχωροῦσαν ἀπ’ τήν αἴθουσα. Μέ πλεύριζαν ἔξαλλοι ὁδηγοί στά φανάρια καί μέ ψέλνανε μέ ἀγριεμένο μάτι, μέ ξεφώνιζαν διαβάτες ἀπ’ τό ἀπέναντι πεζο δρόμιο. Ἄλλοι γράφανε βρισιές στούς τοίχους τοῦ σπιτιοῦ μας, ὅτι εἶμαι προδότης, ὅτι πουλήθηκα. Τά παιδιά μου εἶχαν τρομάξει. Ὁ μεγάλος μου, ὁ Κορνήλιος, ἔστειλε ἐπιστολή διαμαρτυρίας στήν Ἐλευθεροτυπία ὅτι «ὁ μπαμπάς μου δέν εἶναι ἔτσι, καί γιατί μᾶς λέτε τέτοια πράγματα;». Τή διάβασα καί συγκινήθηκα. Δέν τό ‘ξερα, τό ἔκανε ἐν ἀγνοίᾳ μου τό ἀγόρι μου. Καί ἦταν φαντάρος τότε, στήν Κοζάνη, ἀπό ἐκεῖ τήν ἔστειλε.

Τέτοιες ἐπιθέσεις καί λιντσαρίσματα εἶχα κι ἄλλες φορές, σέ μικρότερο βαθμό ὅμως. Στούς Ἀχαρνῆς τότε, τό ’77. Στεναχωριόμουνα. Εἶμαι καλλιτέχνης, καί θέλω νά μ’ ἀγαπᾶνε, λέω στόν ἑαυτό μου «τήν ἄλλη φορά νά προσέχεις, νά τά λές πιό μαλακά», ἀλλά ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νά γράψω, τό ξεχνάω. Φαίνεται αὐτή εἶναι ἡ φύση τοῦ τροβαδούρου· τραγουδάει αὐτό πού αἰσθάνεται, χωρίς νά σκέφτεται τίποτα ἄλλο. Καί ὅταν τό σκεφτεῖ, εἶναι ἀργά.

Ἡ ρήξη μου μέ τό κοινό τό ’88’89 μέ τό Κούρεμα στό «Zoom» τῆς Πλάκας ἦταν ἡ σκληρότερη τῆς ζωῆς μου, ἀλλά τήν ἄντεξα. Τό ‘χω κάπως σάν παράσημο.

Με ένα φορτηγό Scania, 40 χρόνια μετά

«Τήν περασμένη ἄνοιξη, πρίν τό Πάσχα, ἤμουν στή Θεσσαλονίκη, πού εἶναι ἡ πατρίδα μου, κι ἑτοιμαζόμουνα νά κατέβω στήν Ἀθήνα. Οἱ δουλειές…

Κι ἄκου τώρα ἕνα περίεργο: ἐνῶ εἶχα βγάλει εἰσι τήριο ἀεροπορικό νά ἐπιστρέψω, μοῦ ‘ρθε νά κατέβω τελικά μέ ὠτοστόπ, ὅπως στά νιάτα μου, πρίν ἀπό σαράντα τόσα χρόνια. Ἡ ἄνοιξη…

Στήνομαι λοιπόν στήν Ἐθνική ὁδό. Ψιλόβρεχε. Ὡραῖα, ρομαντικά, καί μετά ἀπό λίγο τό βλέπω νά ‘ρχεται. Ὄχι ἐκεῖνο τό δικό μου. Τό δικό μου ἤτανε ἕνα Volvo κόκκινο, ἐνῶ αὐτό τώρα ἦταν ἕνα Scania ἄσπρο, τριαξονικό. Καί μέ μαζεύει λοιπόν. Ὁ ὁδηγός ἔτσι ἴδιος, σάν ἐκεῖνον τόν παλιό, ἀμίλητος κι αὐτός, ἀλλά, ὅπως τόν κόβω ἀπ’ τό πλάι, σάν γνωστή φυ σιογνωμία, νά ποῦμε, μοῦ φαίνεται. Τοῦ λέω:

—Δέν μοῦ λές ἐσύ, μήπως τό ’60 – ’63 ὁδηγοῦσες ἕνα Volvo κόκκινο;

—Ναί.

—Καί μήπως λέγεσαι Τζώρτζης;

—Τζώρτζης λέγομαι.

—Τί λές, ρέ παιδί μου; Καί δέν μέ θυμᾶσαι; Τόσο πολύ γεράσαμε;

—Σέ θυμᾶμαι καί σέ παρακολουθῶ. Μόνο ἄν δέν ἔχεις ἀντίρρηση, νά κάνουμε ἐδῶ δεξιά στόν Ὄλυμπο, ἔχω νά παραδώσω σ’ ἕνα χωριό κάτι κατσίκια. Ἀφήνει τήν Ἐθνική ὁδό, στρίβει σέ μιά στενή ἄσφαλτο, ἀνεβαίνει, ἀνεβαίνει, ἀνεβαίνει. Τελειώνειἡ ἄσφαλτος, ἀρχίζει ὁ χωματόδρομος, ἀνεβαίνει, ἀνε βαίνει, ἀνεβαίνει. Τελειώνει κι ὁ χωματόδρομος, κι ἀρχίζει ν’ ἀνεβαίνει πλέον κυριολεκτικά στό πουθενά. Ἐν τῶ μεταξύ, ἔπεφτε καί τό σούρουπο, ὅσο νά ‘ναι εἶχα ἀρχίσει ν’ ἀνησυχῶ. Ὥσπου ὄντως μπροστά στά μάτια μας ἐμφανίζεται χωριό ὡραιότατο! Στέγες ἀπό σχιστόλιθο, καλντερίμια λιθόστρωτα, ὁ φοῦρνος ἀνοιχτός, ὅλος ὁ κόσμος ἔξω, μιά ὁμάδα νά διορθώνει ἐκεῖ πέρα τό καμπαναριό τῆς ἐκκλησίας, μιά χορωδία νά κάνει πρόβες παραδίπλα τό «Αἱ γενεαί πᾶ σαι», διότι ἦταν πρίν ἀπό τό Πάσχα, καί τρέχουν ὅλοι καί ξεφορτώνουν τό φορτηγό. Κάτι κατσίκια εἶ χε, κάτι κρασιά τούς εἶχε φέρει. Ἕνα περίεργο μόνο· δέν μιλᾶνε. Τούς ρωτᾶς, τούς μιλᾶς καί δέν σοῦ μιλᾶνε. Τοῦ λέω:

—Ρέ σύ, τί εἶναι αὐτό τό μέρος πού μ’ ἔφερες ἐδῶ;

—Κοίτα, δέν ἤθελα νά σ’ τό πῶ ἐξαρχῆς γιά νά μή σ’ ἀνησυχήσω, τό μέρος ἐδῶ εἶναι μαγεμένο. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ ὅλο τόν χρόνο κοιμοῦνται κανονικά στά κρεβατάκια τους καί ξυπνᾶνε μόνον λίγο πρίν ἀπό τίς γιορτές. Τότε πιάνουνε κι ἐπισκευάζουνε τούς δρόμους, τίς στέγες, κάνουν πρόβα τή χορωδία, ὅπως βλέπεις.

—Τί λές, ρέ; Καί μετά;

—Ἔ, μετά, ἅμα ‘ρθεῖ ἡ γιορτή, δέν ἔχεις δεῖ ὡραιότερο πράγμα. Τραπέζια στρωμένα, κρασιά, ἀγάπη, φιλιά, τραγούδια, ντάνγκντάνγκ οἱ καμπάνες, πυροτεχνήματα, ὄργανα, ἕνα πράγμα καταπληκτικό.

—Καί μετά;

—Ἔ, μετά, σιγά σιγά πάλι, τούς πιάνει αὐτή ἡ νάρκη καί πᾶνε καί χώνονται πάλι στά κρεβατάκια τους κι ἀποκοιμιοῦνται.

—Τί λές, ρέ; Ποιός εἶσαι; Τί ρόλο παίζεις ἐσύ;

—Ἐγώ περνάω ἀπό ‘δῶ, κι ἔχω τό μάτι μου μήν ξεσκεπαστεῖ κανείς στόν ὕπνο του, μήν ἄφησαν κα μιά βρύση ἀνοιχτή, μήν πιάσουμε καμιά φωτιά. Ἔλα ὅμως τώρα, ἄσε τά λόγια, ἀνέβα στό φορτηγό, γιατί πρέπει νά φτάσω στήν Ἀθήνα, ἔχω νά παραδώσω…

Ἔχω καταπιεῖ τή γλώσσα μου, ἀλλά μέ τρώει:

—Ποιός εἶσαι, ἄνθρωπέ μου, ἔχεις οἰκογένεια ἐσύ, ἔχεις σπίτι, φίλους ἔχεις;

—Σπίτι μου εἶναι ἡ Ἐθνική ὁδός, ἡ Ἐθνική ὁδός καί ἡ οἰκογένειά μου. Ὅσο γιά φίλους, μοῦ κάνουν πολλοί ὠτοστόπ. Ἐγώ ὅμως κάθε φορά ἐπιλέγω ποιόν θά πάρω. Ἐσύ μοῦ φάνηκες ἐξαρχῆς συμπαθής. Κι ἄν χρειαστεῖς τίποτα, στάσου ἐκεῖ στή Ραψάνη πού πουλᾶν τόν μοῦστο, μά σήμερα, μά αὔριο, θά περάσω. Ἄντε, γειά σου τώρα καί καλές γιορτές!

Κάθομαι τώρα καί σκέφτομαι: μερικές φορές ὁ κόσμος μ’ ἔχει πικράνει τόσο πολύ, πού λέω να τά παρατήσω ὅλα, νά πάω νά τόν βρῶ. Νά μέ βγάλει ἐκεῖ πάνω, νά κοιμᾶμαι ὅλο τόν χρόνο, νά σηκώνομαι μόνο ὅταν εἶναι γιορτές, πού εἶναι καί στήν ἰδιοσυ γκρασία μου. Μετά πάλι σκέφτομαι: αὐτό τό ἐπάγγελμα πού διάλεξες μόνος σου τό διάλεξες, οὐδείς σέ ὑποχρέωσε. Ἐσύ ἀποφάσισες νά ζεῖς μέ τόν κόσμο. Μαζί σας θά εἶμαι καί φέτος. Δέν χανόμαστε ἐμεῖς. Ἄσε πού καί νά χαθοῦμε, θά ἀνταμώσουμε ἐκεῖ πάνω, νά κοιμόμαστε καί νά κοιμόμαστε, καί ἕνα ἐγερτήριο νά ἔχουμε μονάχα: τό σάλπισμα τῆς γιορτῆς».

Για τους ράπερ

«Το μονοπάτι που οδηγεί στους προγόνους»

Ἀπόλυτη ταύτιση λέξεως καί ἤχου ἔχουμε καί στούς ράπερ. Ἀλλά τό ἀποτέλεσμα ἐκεῖ εἶναι ἐντελῶς πρωτόγονο, εἶναι σάν νά βγῆκαν ἀπό τή σπηλιά, στέκονται μπροστά στό μικρόφωνο μέ τά πόδια ἀνοιχτά κι ἀρχίζουν νά τ‘ ἀμολᾶνε. Τά λόγια τους.

Ἐγώ καταλαβαίνω ἕνα παιδί πού προσπαθεῖ νά φτιάξει κάτι δικό του καί βρίσκει ὅλο ἐμπόδια τρι­γύρω. Ὑπῆρξα κι ἐγώ τέτοιο παιδί. Ἀλλά ἄν κατα­λήξουμε στό «ὁ κόσμος εἶναι ἕνας κουβάς μέ σκατά καί τίποτα ἄλλο», τί θά βγεῖ; Ἕνα μηδενικό.

Μ’ ἐνδιαφέρουν αὐτά τά παιδιά, γιατί κρατοῦν ἀπό τήν κοινή μας ρίζα, ὅπου ἡ φράση, τό μέλος καί ἡ φωνή γεννιοῦνται μαζί. Ἀφοῦ διαλέξατε, ρέ παιδιά, ἐσεῖς οἱ μικροί ραψωδοί, ν‘ ἀκολουθήσετε τήν ἑλλη­ νοφωνία, ρίξτε μιά ματιά στούς προηγούμενους. Σέ ὅλους μας συμβαίνει, ὅταν φτάνουμε στήν ἀπελπισία κι ὅλα εἶναι ἕνα μεγάλο μηδέν, ἐκεῖ, τήν τελευταία στιγμή, νά ἀνοίγεται ἐκ τοῦ μή ὄντος μπροστά μας ἕνα ἀπάτητο μονοπάτι, τό δικό μας μονοπάτι, πού ὁδηγεῖ κατευθείαν στούς προγόνους. Ὄχι σέ ὅλους. Σέ κάποιον. Σέ κάτι. Σ‘ ἕνα ζώπυρο. Γιά ἀνθρώπους σάν κι ἐμᾶς παράδοση εἶναι νά δημιουργεῖς, συνερ­ γαζόμενος μέ τό μηδέν.

Ἄν εἶστε ἄτυχοι καί ἀγνοήσετε τό μονοπάτι, τί θά γίνει; Θά μπαίνετε στίς συναυλίες σας ὁπλισμένοι, μέ μερικά κοκόρια γύρω σας, μέ μαῦρα στυλάτα γυαλιά, θά ἀφήνετε τά ὅπλα στό καμαρίνι καί θά βγαίνετε στό μικρόφωνο νά λέτε ὅ,τι κοινότοπο εἶναι στή μόδα, παριστάνοντας τούς ὀργισμένους μονίμως. Ἄν ὅμως εἶστε τυχεροί, μπορεῖ νά πέσετε στόν Μάρκο Βαμβακάρη ἤ στόν Ἄκη Πάνου. Ἀλλά καί στόν Παυλίδη ἀπ‘ τά Ξύλινα Σπαθιά ἤ στό «Σιγά μήν κλάψω» τοῦ Ἀγγελάκα. Καί στόν Πορτοκάλογλου ἤ στόν Ὀρφέα Περίδη νά πέσετε, δέν σᾶς πέφτει καί λί­γο. Καί στόν Θανάση Παπακωνσταντίνου. Καί σέ ἐμένα φυσικά. Σάν καί ἐσᾶς ἤμουνα μικρός.

Читайте на 123ru.net