World News in Greek

Καζαντζίδης: λαϊκός τραγουδιστής

Ta Nea 

Τι ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης, που ξανάγινε μόδα χάρη στην ταινία «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου; Ο τραγουδιστής της τοξικής αρρενωπότητας, έγραψε ένας καθηγητής. Αλλοι τον λένε μισογύνη, σεξιστή, φαλλοκράτη, εκφραστή της πατριαρχίας – ενώ δεν είδα πουθενά να αναφέρεται ότι, για χρόνια, παρακινημένος από μια προβεβλημένη τότε δημοσιογραφία, περιφερόταν ως το «καρυδωμένο λαρύγγι» θύμα των «Εβραίων» της δισκογραφίας, διακινώντας έναν πρωτόγονο αντισημιτισμό.

Καταρχάς, θέλει κουράγιο μια ερμηνεία που αντιστρατεύεται το ρεύμα, όπως εκφράζεται στις ουρές των κινηματογράφων. Αλλά οι ερμηνείες, συνήθως, δεν κρίνονται από το κουράγιο των ερμηνευτών αλλά από την εμβάθυνση και τα επιχειρήματα – και εδώ έχουμε δογματισμό, ισοπέδωση και πολλή άγνοια.

Είναι αλήθεια ότι ο Καζαντζίδης είπε τραγούδια που δεν αποθέωναν τη γυναίκα, αλλά είπε και τραγούδια που δεν αποθέωναν τον άνδρα: «στα βράχια της Πειραϊκής κοιμάται ο Στέλιος ο μπεκρής», τραγουδούσε στον ρόλο του δαρμένου σκυλιού που τον παράτησε η άπιστη. Δεν έλεγε ότι θα την έσφαζε, μόνο οίκτιρε τον εαυτό του που του την πήρε άλλος.

Είναι, επίσης, αλήθεια ότι έκλαψε για τους μετανάστες στη Γερμανία και στο Βέλγιο, που ήταν η βασική μεταπολεμική πραγματικότητα, αλλά παρά την αναγνώριση της υποταγής στις δύσκολες συνθήκες τις οποίες εκπροσωπούσε εκείνη η ενότητα τραγουδιών, αργότερα είπε κι ένα τραγούδι για τον γυάλινο κόσμο που θα τον έσπαζε – «για να φτιάξω μια καινούργια κοινωνία άλληνε» (στο πλαίσιο της οποίας «στης γυναίκας την καρδιά» θα έβαζε «λίγη μπέσα»). Κατά σύμπτωση, οι στίχοι αυτοί ήταν μιας γυναίκας, της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, που μάλλον είναι εγκεκριμένη από τα ιερατεία της πολιτικής ορθότητας.

Δεν ήταν μόνο η Παπαγιαννοπούλου που του έδωσε τραγούδια. Ο Καζαντζίδης έχει πει Τσιτσάνη, Κολοκοτρώνη, Βίρβο, Πυθαγόρα, Ακη Πάνου, πολλούς ακόμα. Το 1974, η εταιρεία Minos του αναθέτει έναν ξεχασμένο σήμερα δίσκο με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, «Στην Ανατολή», σε στίχους του συνθέτη, του Μιχάλη Κακογιάννη, του Γιάννη Καλαμίτση κ.ά. Ο δίσκος περιείχε τραγούδια ταυτότητας για τον Ελληνα του μακρυγιαννισμού, για ανυπότακτα θύματα-ήρωες: «Αη Γιώργη άλλοι τον είπανε, κι άλλοι Θανάση Διάκο», λέει ένα απ’ αυτά.

Θέλω να πω δηλαδή ότι ο Καζαντζίδης πρωτίστως ήταν ένας ρόλος του δισκογραφικού συστήματος, του πιο ισχυρού και του πιο παραγωγικού συστήματος παραγωγής και διάθεσης λαϊκής μουσικής που καθόρισε το πρόσωπο του νεοελληνικού πολιτισμού.

Ο Καζαντζίδης δεν έγινε ό,τι έγινε ο Μπιθικώτσης, είδωλο του επαναστατικού τραγουδιού. Για εκείνον, κανείς δεν θυμήθηκε πως έχει τραγουδήσει, π.χ., το «Τρελοκόριτσο», όπου αποκαλεί τρελή μια κοπέλα η οποία τον παράτησε και τον έχει κάνει ρεζίλι στην κοινωνία. Αυτός ήταν λαϊκός, με τα πολλά πρόσωπα της λαϊκότητας: συντηρητικός, λυγμικός, αλλά και σαρκαστικός, όταν βρισκόταν κάποιος έξυπνος συνεργάτης να του γράψει κάτι πιο εκκεντρικό. Ποτέ δεν ξεχνώ ότι είναι ο τραγουδιστής που είπε «Η καρδιά δεν είναι ΝΑΤΟ έτσι να αποχωρούμε», σχολιάζοντας σε ένα τραγούδι την αποχώρηση της χώρας από το ΝΑΤΟ, μετά τον δεύτερο Αττίλα στην Κύπρο τον Αύγουστο του 1974.

Σε κάθε περίπτωση, με τα καλά και τα στραβά του, ο Καζαντζίδης διέθετε μια μοναδική φωνή, το βασικό προσόν του, με την οποία ταυτίστηκαν τα πλήθη, όχι από κομματικό καθήκον, αλλά επειδή μίλησε στην καρδιά τους. Μίλησε, όμως, σε πολλές καρδιές, διαφορετικές μεταξύ τους, επειδή ήταν κάτι που ξεχνούν όσοι μιλάνε γι’ αυτόν ερήμην του: ήταν λαϊκός τραγουδιστής. Κι η λαϊκότητα είναι ένα εξελίξιμο συνεχές που δεν ορίζεται με αφορισμούς.

Τιμή στον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο

Στις 29 Ιανουαρίου 2025, το Πανεπιστήμιο Αθηνών θα αναγορεύσει επίτιμο διδάκτορα έναν θρύλο της κινηματογραφικής κριτικής: τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο. Είναι το αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας της σκηνοθέτριας και καθηγήτριας Εύας Στεφανή που, ορθώς, υιοθετήθηκε.

Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος είναι μια στιβαρή προσωπικότητα των ΜΜΕ μιας άλλης εποχής. Μεσολαβητής μεταξύ της πιο δημοφιλούς τέχνης του εικοστού αιώνα, του κινηματογράφου, και του κοινού, από την «Καθημερινή» όπου έγραφε κριτική, διαμόρφωσε το κοινό γούστο, με κείμενα υψηλής τεκμηρίωσης και ζωηρής επιχειρηματολογίας, συχνά μαχητικά, ενώνοντας τη μαζική διασκέδαση με την πνευματικότητα. Πίσω από το σταρ σύστεμ, ο Μπακογιαννόπουλος, λαϊκός και λόγιος ταυτόχρονα, εξοικείωσε τους θεατές με το μεγάλο σινεμά του καιρού του, ακόμα και τις δύσκολες, τις αντιθεαματικές πτυχές του, ενώ στην εσωτερική σκηνή υποστήριξε κινηματογραφιστές και έργα που δεν ήταν σίγουρο αλλιώς ότι θα έβρισκαν διέξοδο στο κοινό.

Ταυτόχρονα, ήταν ένας φωτεινός φάρος της τηλεόρασης, αφού έγραφε και εκφωνούσε τα κείμενα που συνόδευαν τις ταινίες της «Κινηματογραφικής Λέσχης» (τις επέλεγαν οι αξέχαστοι Μισέλ Δημόπουλος και Γιώργος Μπράμος), εκπομπής μύησης και μνήμης από την οποία όσοι θέλαμε μάθαμε κινηματογράφο, σε εποχές χωρίς πρόσβαση στην οπτικοακουστική ιστορία. Είναι σημαντικό ότι το Πανεπιστήμιο τιμά ίσως τον πιο συνεπή εργάτη του λόγου και της εμβάθυνσης σε μια τέχνη που απαιτεί γνώση και αισθητήριο.

Читайте на 123ru.net