Οι προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας για το 2025
Η ανάλυση των μακροοικονομικών και στατιστικών δεδομένων για την ελληνική οικονομία δεν οδηγεί πάντα στην εξαγωγή παρόμοιων συμπερασμάτων.
Βασικά κριτήρια αποτελούν αφενός η ιδεολογική και επαγγελματική προσέγγιση του εκάστοτε αναλυτή και αφετέρου η τελική στόχευση του, πρακτικά τι θέλει να τονίσει και τι θέλει να αφήσει στην άκρη.
Προσπαθώντας να αναλύσουμε με την όσο μεγαλύτερη αντικειμενικότητα τα οικονομικά δεδομένα θα καταλήγαμε στα εξής συμπεράσματα:
α) μακροοικονομικά, η εικόνα είναι σε γενικές γραμμές θετική, λαμβάνοντας υπόψη τους ρυθμούς μεγέθυνσης σε σύγκριση με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς, την μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, την αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων, την πτώση της ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης. Οι προβλέψεις για την επόμενη διετία είναι ενθαρρυντικές, λαμβάνοντας ώθηση από τους σημαντικούς πόρους μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας και την ωρίμανση σημαντικών μεταρρυθμίσεων του πρόσφατου παρελθόντος.
β) στα αρνητικά σημεία συγκαταλέγονται το υψηλό κόστος ζωής σε συνδυασμό με τους χαμηλούς μισθούς που δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοινωνικό μίγμα, η χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, η καταγραφόμενη ενίσχυση των ανισοτήτων, η διατήρηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών σε υψηλά επίπεδα, το υψηλό επενδυτικό κενό και το ελλειμματικό παραγωγικό μοντέλο.
Σε όρους άσκησης της οικονομικής πολιτικής είναι εμφανές ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να προβεί σε ενέργειες που θα δημιουργούσαν τη βάση αλλαγής του αναπτυξιακού υποδείγματος ή άσκησης μιας διαφορετικής δημοσιονομικής – φορολογικής πολιτικής.
Ταυτόχρονα θεωρείται δεδομένο ότι το 2027, όπου θα διεξαχθούν οι επόμενες εθνικές εκλογές, θα αποτελέσει το έτος υλοποίησης βασικών προεκλογικών εξαγγελιών όπως το επίπεδο του κατώτατου μισθού και η μείωση των συντελεστών άμεσης και έμμεσης φορολογίας.
Ενδεχομένως η μείωση των ρυθμών μεγέθυνσης της οικονομίας από το 2027, όπως προβλέπεται στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα να αποτελούσε ένα κίνητρο επανασχεδιασμού του συνόλου της μακροοικονομικής πολιτικής αν θέλαμε να καλύψουμε το κενό σύγκλισης με την υπόλοιπη Ευρώπη με ταχύτερους ρυθμούς αλλά κάτι τέτοιο, τουλάχιστον σε ενεστώτα χρόνο, δεν φαίνεται πιθανόν.
Ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ενδεχόμενες προκλήσεις για την πορεία της ανάπτυξης της χώρας είναι σημαντικές και συσχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις διεθνείς εξελίξεις . Οι κυριότεροι εξ αυτών είναι:
α) η πιθανή επιβολή δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα από την νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ και η ανταπάντηση μέσω αντιμέτρων από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Σε αυτό το ενδεχόμενο η ελληνική οικονομία θα επηρεαστεί σημαντικά, περισσότερο όμως λόγω της πτώσης της ευρωπαϊκής οικονομίας και λιγότερο άμεσα εξαιτίας του περιορισμένου βαθμού οικονομικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ. Παράλληλα οι πληθωριστικές πιέσεις θα επανέλθουν με συνεπακόλουθες αρνητικές συνέπειες σε επιτόκια, διαθέσιμο εισόδημα, απασχόληση, επενδυτικό ενδιαφέρον κ.α.
β) ενδεχόμενη επιδείνωση του γεωπολιτικού ρίσκου και οι συνεπακόλουθες αρνητικές επιδράσεις στην οικονομική δραστηριότητα. Επιπρόσθετα σε μια τέτοια εξέλιξη είναι πιθανό να προκαλέσει μια εκτίναξη των αμυντικών δαπανών με “θύμα” τις κοινωνικές δαπάνες, στην περίπτωση μη εύρεσης λύσης κοινού συντονισμού και δράσης των ευρωπαϊκών χωρών,με ότι σημαίνει αυτό στη διαμόρφωση του μελλοντικού πολιτικού σκηνικού.
γ) περισσότερες και εντονότερες εκδηλώσεις του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, με αρνητικές συνέπειες σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.
δ) τυχόν πολιτικό ρίσκο λόγω της περαιτέρω ανόδου διεθνώς, ακραίων πολιτικών δυνάμεων και αυταρχικών ηγεσιών που θα δυσχεράνουν την απαραίτητη συναντίληψη και συνεργασία σε μια σειρά κρίσιμα ζητήματα που απαιτούν κοινές λύσεις.
ε) πιθανή αργή απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας με αποτέλεσμα την καταγραφή αρνητικών επιπτώσεων σε μια σειρά μακροοικονομικών δεικτών.
Τούτων δοθέντων καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η επόμενη διετία είναι ένα παράθυρο ευκαιρίας για την ελληνική οικονομία, που καλείται να το εκμεταλλευτεί.
Τα περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης των ρυθμών ανάπτυξης και σύγκλισης με την υπόλοιπη Ευρώπη είναι σημαντικά υπό την προϋπόθεση αποφυγής των κινδύνων που περιεγράφηκαν παραπάνω και προώθησης των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων.
Ωστόσο η παρατηρούμενη ανισοκατανομή του παραγόμενου πλούτου, η όξυνση των ανισοτήτων και τα υψηλά κόστη διαβίωσης και στέγης δημιουργούν εστίες προβληματισμού για το μέλλον και απαιτούν την ενσωμάτωση του στόχου της κοινωνικής ευημερίας στις βασικές κυβερνητικές (και όχι μόνο) προτεραιότητες.
Αν η καταγραφόμενη δυσαρέσκεια και απογοήτευση μεγάλης μερίδας των πολιτών, όπως καταγράφεται στις μετρήσεις της κοινής γνώμης, εκδηλωθεί με την ενίσχυση ακραίων και λαϊκίστικων πολιτικών σχηματισμών, τότε στις προκλήσεις που θα κληθεί το πολιτικό σύστημα να διαχειριστεί το 2027, θα είναι η πιθανή πολιτική αστάθεια. Μέχρι τότε μεσολαβεί αρκετό διάστημα ικανό για οποιαδήποτε θετική ή αρνητική εξέλιξη.
Δημήτρης Λιάκος, οικονομολόγος, πρώην υφυπουργός
Πηγή: ΟΤ