Δεν ΥΠΑΡΧΩ
Είναι το πρώτο θέμα στις συζητήσεις στα σπίτια, στη δουλειά, στα μέσα, έντυπα και ηλεκτρονικά, δεν ακούς δεν διαβάζεις πιο συχνά τίποτε άλλο από απόψεις, θέσεις, αντιθέσεις, ύμνους, λίβελους, ασήμαντες λεπτομέρειες, σημαντικές παραβλέψεις, γουοκ στηλιτεύσεις, αποθεωτικές κρίσεις, για την ταινία με θέμα τη ζωή του Καζαντζίδη.
Φορτώσανε με τόσα άχρηστα σκουπίδια και μαλάματα το έργο που θέλω να περάσει λίγος καιρός, να φύγει αυτή η άχρηστη και πνιγερή ομίχλη που το τυλίγει για να μπορέσω να δω το έργο του Τσεμπερόπουλου, του σκηνοθέτη που τόσο θαυμάζω, γυμνό, απαλλαγμένο από περιττά μπιχλιμπίδια και φτηνά αρώματα της οκάς. Μέχρι τότε εγώ για την ταινία και τα συν αυτής, δεν ΥΠΑΡΧΩ.
Θα πεις, μόνο με το «Υπάρχω» συμβαίνει αυτό; Δίκιο έχεις, τα τελευταία χρόνια η πληροφορία έχει γιγαντωθεί τόσο πολύ γύρω μας που πνίγει τη γνώση. Πληροφορούμαστε. Δεν γνωρίζουμε. Μαθαίνουμε τα πάντα γύρω απ’ το θέμα, εκτός απ’ το ίδιο το θέμα.
Το ίδιο συμβαίνει πια και στη ζωή μας. Ανταλλάσσουμε πληροφορίες για γεγονότα. Οχι αισθήματα.
«Σήμερα πήγα εκεί, είδα αυτόν, φάγαμε στο κινέζικο, τηλεφώνησα στη μαμά, κάπνισα δύο τσιγάρα, δεν σ’ το κρύβω, και γύρισα σπίτι κατά τις έξι».
Γιατί πήγε εκεί; Γιατί είδε αυτόν; Τι αισθάνθηκε που είδε τον αυτόν, πώς ήταν το φαΐ στο κινέζικο; Τι κάνει η μητέρα της; Γιατί κάπνισε ενώ το είχε κόψει και δεν το κρύβει κι από πάνω; (Λες και τ’ άλλα τα φανέρωσε.) Γιατί γύρισε στο σπίτι απ’ τις έξι; Κουβέντα.
Αυτό δεν είναι συζήτηση. Δεν είναι ζωή. Είναι τηλεγράφημα ζωής. Είναι σαν να σου λέει δεν «Υπάρχω».
Τα μόνα που υπάρχουν, κι αυτά για λίγα λεπτά, λίγες ώρες, άντε σε σπάνιες περιπτώσεις να κρατήσουν κάνα δυο μέρες, είναι οι ειδήσεις, εκεί που λέγονται τα πιο φρικιαστικά πράγματα σαν φυσικό γεγονός. Εκεί που μετράνε τον θάνατο με αριθμούς νεκρών και τη ζωή με το σταγονόμετρο.
Εκεί όμως που το απρόσωπο χτυπάει κόκκινο είναι το ίνσταγκραμ και το τικ-τοκ και τα συναφή. Βλέπεις ζωές ταριχευμένες σε χιλιάδες φίλτρα.
Πρόσωπα και λόγια τόσο ψεύτικα σε στάσεις (ζωής) ανομολόγητες, δίπλα σε πεντάστερα ξενοδοχεία, σε χρυσοπράσινα νερά, σε χρυσές αμμουδιές, κάτω από ουρανοξύστες, δίπλα σε καταρράκτες, με σώματα ντούρα, λαχταριστά, ηλιοκαμένα στο σολάριουμ και με μόνο κοινό μεταξύ τους ένα βαλσαμωμένο βλέμμα που ουρλιάζει, δεν «Υπάρχω».
Οχι ότι εγώ, εδώ που τα λέμε είμαι, έξω απ’ τον χορό. Απλώς είμαι τυχερός γιατί κάνω μια δουλειά που την ήθελα από μικρό παιδί, κι όσο ανύπαρκτη να είναι η ζωή μου έρχεται μια στιγμή που πρέπει να βγω στη σκηνή, και τότε… τότε ναι, καλώς κακώς, νιώθω πως… Υπάρχω.
Το μόνο που φοβάμαι είναι μην χάσω αυτό που με τρέφει, και τρώω ακόμα εξ αυτού. Αυτό είναι το μόνο που τρέμω. Τρέμω μην έρθει η ώρα κι η στιγμή που το παρελθόν ντυμένο τα καλά του, έρθει στην πόρτα και μου πει. Σταμάτη, δεν «Υπάρχω».
Οχι αυτό. Οτι άλλο θέλετε αλλά παρακαλώ, όχι αυτό.