World News in Greek

Η εποχή της αβεβαιότητας

Ta Nea 

Η τελετή της ενθρόνισης απέχει δύο εβδομάδες. Μα, στην πράξη, η εποχή Τραμπ-2 έχει ήδη ξεκινήσει. Η επιτάχυνση των πολιτικών κρίσεων στη Γερμανία και τη Γαλλία, για παράδειγμα, η εξέλιξη των επιχειρήσεων στο ουκρανικό μέτωπο, ακόμη και η ξαφνική κατάρρευση του καθεστώτος στη Συρία θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως προεόρτια, ως πρώτες ωδίνες της εποχής αυτής. Στην αυγή της οποίας, η αβεβαιότητα μοιάζει να είναι η μοναδική βεβαιότητα.

Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι γύρω από τον νέο Λευκό Οίκο συγκροτείται ένα νέο σύμπλεγμα μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, μια αντιελίτ, στην οποία κεντρικό ρόλο διεκδικούν οι μεγιστάνες των νέων, ψηφιακών τεχνολογιών. Αλλά πώς θα επηρεάσει αυτό το σύμπλεγμα συμφερόντων και οι εσωτερικές του αντιθέσεις (που εκδηλώθηκαν ήδη, με αφορμή το θέμα της υποδοχής μεταναστών υψηλής εξειδίκευσης) την εξωτερική πολιτική και τη σχέση της Ουάσιγκτον με τον υπόλοιπο κόσμο;

Ξέρουμε ότι πίσω από το κακόφημο σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» – το παλιό σύνθημα εκείνων που αντιτάχθηκαν στην εμπλοκή των ΗΠΑ τόσο στον Α’ όσο και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που επανέρχεται ως σύνθημα απεμπλοκής των ΗΠΑ από όσες διεθνείς υποχρεώσεις θεωρούν επιζήμιες και ως σύνθημα εμπορικών πολέμων – κρύβεται ένα σχέδιο βίαιης ανακατανομής ισχύος στο εσωτερικό του στρατηγικού υποκειμένου που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «Δύση», η συνοχή του οποίου δεν μπορεί πια να θεωρείται δεδομένη. Αλλά πώς θα επηρεάσει άμεσα και συγκεκριμένα τις διατλαντικές σχέσεις και πώς θα εκφραστεί στην εγγύτερη περιοχή μας, την ανατολική Μεσόγειο, αυτή η νέα πολιτική;

Ξέρουμε, επίσης, ότι το νέο κλίμα ευνοεί μια μετατόπιση από ένα περιβάλλον κανόνων, αυτοπεριορισμών, πολυμερών συμφωνιών και δεσμεύσεων, ατελών ή και υποκριτικών έστω, σε ένα περιβάλλον όπου, χωρίς προσχήματα, η ισχύς έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο και όλα είναι διαπραγματεύσιμα στη βάση των συσχετισμών δύναμης. Ξέρουμε, ή μάλλον υποθέτουμε, πως παράγοντες της διεθνούς ζωής, όπως η Μόσχα του Πούτιν, αλλά όχι μόνον αυτή, θα το εκλάβουν ως πράσινο φως, ως απαλλαγή από κάθε περιορισμό. Αλλά πώς αποτυπωθούν όλα αυτά στη διεθνή ζωή, στις διεθνείς διενέξεις και τι αντίρροπες δυνάμεις θα γεννήσουν; Και πώς συγκεκριμένα, για να σταθούμε στα πιο κοντινά μας, θα επηρεάσουν το εύθραυστο ισοζύγιο μεγαλοϊδεατισμού – ρεαλισμού στην τουρκική πολιτική;

Ξέρουμε, ή έστω υποθέτουμε βάσιμα, ότι το νέο μπλοκ εξουσίας στην Αμερική θα προσπαθήσει να εκμηδενίσει τις διεθνείς δεσμεύσεις για την επιβράδυνση της κλιματικής καταστροφής και να προλάβει τις όποιες απόπειρες ρυθμιστικής, δημόσιας παρέμβασης στον κόσμο των ψηφιακών τεχνολογιών και της τεχνητής νοημοσύνης. Αλλά με τι ταχύτητα θα κινηθούμε προς την απορρύθμιση και τι αντιστάσεις μπορεί να γεννηθούν στον κόσμο, στην Ευρώπη ειδικότερα;

Ξέρουμε, τέλος, ότι, ανακλαστικά σχεδόν, η επιστροφή Τραμπ εκλαμβάνεται ως ευκαιρία για έφοδο στην εξουσία από όλες τις αποχρώσεις των πολιτικών δυνάμεων που ρέπουν προς αυταρχικότερα μοντέλα διακυβέρνησης και θεωρούν την κληρονομιά των μεταπολεμικών δεκαετιών του 20ου αιώνα, στο επίπεδο των ανθρώπινων δικαιωμάτων μα και στο επίπεδο του κοινωνικού κράτους, της άμβλυνσης των ανισοτήτων και της επιδίωξης κοινωνικής συνοχής, ως επαχθή κληρονομιά, από την οποία πρέπει να απαλλαγούμε. Αλλά πώς θα εκφραστεί αυτή η τάση στην πράξη; Και ποιες αντίρροπες δυνάμεις μπορεί να γεννηθούν;

Τα ερωτήματα είναι περισσότερα από τις απαντήσεις. Οι αβεβαιότητες υπερβαίνουν τις λίγες βεβαιότητες που διαθέτουμε. Ας προσθέσουμε, λοιπόν, στις βεβαιότητες μία ακόμη. Ισως τη σημαντικότερη. Πως σε αυτό το περιβάλλον αναστάτωσης και αβεβαιότητας, η ελληνική πολιτική τάξη έχει μια υποχρέωση να ξαναδεί τον εαυτό της,  τον ρόλο της, την ατζέντα της.

Ενα θέμα είναι ότι πρέπει να απαλλαγούμε από τη μακάρια βεβαιότητα πως είμαστε «θωρακισμένοι» – έκφραση που θα έπρεπε να έχει απαγορευθεί, μετά την εμπειρία του 2008-09, όταν έγινε το πέπλο μιας υπνοβασίας προς τη χρεοκοπία. Προφανώς δεν είμαστε. Το «ελληνικό θαύμα» της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των μεγαλύτερων του ευρωπαϊκού μέσου όρου ρυθμών ανάπτυξης, που πολλοί προβάλουν ως υπόδειγμα που θα έπρεπε να ακολουθήσουν τώρα χώρες όπως η Γαλλία ή η Γερμανία («The astonishing success of eurozone bailouts» – FT 11.12.2024), μπορεί να είναι πραγματικό, μα δεν παύει να είναι εύθραυστο. Ιδίως όσο μοναδικό στήριγμα της κοινωνικής συνοχής, απέναντι στις ανισότητες που διευρύνθηκαν και στη βίαιη υποτίμηση της μισθωτής εργασίας που δεν αναστράφηκε, μένει μόνον η πικρή, ζωντανή ακόμη, ανάμνηση από τα βάσανα της χρεοκοπίας μας.

Κι ένα δεύτερο θέμα είναι πως πρέπει να ξανασκεφτούμε το παραδοσιακό πλαίσιο συναινέσεων ως προς τη θέση της χώρας στον κόσμο και τις συμμαχίες που εγγυώνται την ασφάλειά της (Ευρωπαϊκή Ενωση, ευρωζώνη, ΝΑΤΟ, αμερικανική ομπρέλα). Γύρω από το πλαίσιο αυτό εξασφαλίστηκε (δύσκολα, αλλά σταθερά) η συναίνεση των βασικών πολιτικών δυνάμεων, εκείνων τουλάχιστον που δοκιμάστηκαν στην ευθύνη της διακυβέρνησης. Αυτή η συναίνεση είναι ένας πολύτιμος, σταθεροποιητικός παράγοντας. Μα δεν μπορεί να λειτουργεί πια ως τυφλοσούρτης. Δεν μπορεί να μας απαλλάξει από την ανάγκη μιας πιο τολμηρής και ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής, γύρω από την οποία χρειάζονται νέες συναινέσεις. Ή από την ανάγκη να επανεξετάσουμε τη συναινετική πολιτική της ακινησίας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που επιβλήθηκε μερικές φορές από έλλειψη συνομιλητή, μα προπάντων από τον φόβο του πολιτικού κόστους. Οταν όλα στον διεθνή ορίζοντα αλλάζουν σχήμα, όταν η «Δύση» η ίδια, στην οποία συμφωνήσαμε εν τέλει όλοι να ανήκουμε, αλλάζει ίσως θεμελιώδεις εσωτερικές της ισορροπίες, πόσο μπορούμε να στηριζόμαστε στον τυφλοσούρτη;

Читайте на 123ru.net